«Πέτρα και Φωτιά»: Διαβάστε αποσπάσματα από το πρώτο αφήγημα της Μαρίας Καλαμίδα
Αφού γνωρίσαμε τη συγγραφέα Μαρία Καλαμίδα https://www.citystatus.gr/selides/maria-kalamida-apo-ta-sophronistika-katastimata-sti-zagora-psaxnontas-ti-lytrosi-petra-kai-photia και εισχωρήσαμε στον ψυχολογικό και ανθρωπολογικό πυρήνα του έργου της μέσω της πρόσφατης συνέντευξης, ήρθε η στιγμή να την ακούσουμε... με τις δικές της λέξεις.
Όπως επισημάναμε και στην δική μας ματιά, το "Πέτρα και Φωτιά" είναι ένα πυκνό, πολυφωνικό δράμα που διασχίζει δύο αιώνες, ενώνει τη Ζαγορά του 1828 με την Αθήνα του 2024, και θέτει το καίριο ερώτημα: μπορούμε να λυτρωθούμε από τα τραύματα του παρελθόντος;
Μέσα από τη συνέντευξη, η συγγραφέας αποκάλυψε πως η Ζαγορά είναι τοπίο-πρωταγωνιστής, πως η «κατάρα» είναι στην ουσία μια μορφή αυτοδικίας των αδικημένων και πως η κινητήρια δύναμη της πλοκής είναι ο αγώνας για αυτοπραγμάτωση και αγάπη προς τον εαυτό.
Τώρα, σας προσκαλούμε να δείτε πώς η Μαρία Καλαμίδα ισορροπεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το ποιητικό ύφος της -όπως μας περιέγραψε και η ίδια- μέσα από μια σειρά επιλεγμένων αποσπασμάτων.
Αφήστε τη «Φωτιά» του πάθους και την «Πέτρα» της μνήμης να σας παρασύρουν και πάρτε μια πρώτη γεύση από το αφήγημα που ενώνει δύο γυναίκες, την Άννα και την Ιοκάστη, μέσα στον χωροχρόνο.
Καλή ανάγνωση!
«Κορίτσι μου» ψιθύρισε καθώς χάιδευε τα μαλλιά της Ιοκάστης, ούτε βλέμμα έριξε στο παιδί που τέντωνε τα χεράκια του για μια αγκαλιά μέσα απ’ την κούνια. «Ποιος Θεός, αγάπη μου, σε άφησε να πεθάνεις;» με χέρια που τρέμανε της καθάριζε το πρόσωπο σαν να ήταν ακόμα ζωντανή και μετά το φιλούσε.»
« Έριξε σε ένα σφουγγάρι λίγο υγρό πιάτων, έσκυψε στα τέσσερα κι άρχισε να τρίβει τον λεκέ στο κιλίμι με μανία. Μια μανία που δεν προερχόταν από την ίδια τη βρωμιά, αλλά από την δική της αδυναμία να διαχειριστεί οποιαδήποτε ανάμνηση την πονούσε ακόμη. Έτριβε αμίλητη για ώρα, με λύσσα, γιατί έτσι είναι οι μεγάλες οδύνες, σιωπηλές. Μέχρι που κατάλαβε ότι αυτό που προσπαθούσε να καθαρίσει δεν έβγαινε με υγρά πιάτων και συρμάτινα σφουγγάρια. Κάποια στιγμή σταμάτησε απότομα. Σηκώθηκε, σκούπισε τα δάκρυά της, πήρε το κιλίμι και όπως ήτανε το έριξε στη μαύρη σακούλα.»
«Σήκωσε το κεφάλι της και θαύμασε τη φύση που έμοιαζε να γιορτάζει την ίδια της την ύπαρξη. Μπουκαμβίλιες και γιασεμί στεφάνωναν τα πηλιορείτικα μπαλκόνια και πρόσφεραν γενναιόδωρα το μαγευτικό τους άρωμα στους περαστικούς. «Υπέροχο» ψιθύρισε εισπνέοντας τα ακριβά αρώματα της φύσης και έκλεισε τα μάτια αποτείνοντας φόρο τιμής σε κάτι ανώτερο από την ίδια. Το ελαφρύ αεράκι που της χάιδευε το πρόσωπο ηρέμησε την ψυχή της δίχως να το καταλάβει.»
«Μπήκε στο tik tok κι άρχισε την περιήγηση. Όλες οι πετυχημένες κοπέλες έμοιαζαν λαμπερές και χαρούμενες, αλλά ήταν λιγότερο όμορφες από την ίδια. Αυτό θα έκανε όταν τελείωνε το Λύκειο. Θα γινόταν η καλύτερη influencer στην Ελλάδα. Άλλωστε δεν χρειαζόταν και πολλά: σέξι ρούχα, καλό μακιγιάζ κι ένα smartphone. Μέχρι τότε όμως, θα τη γλεντούσε τη ζωή της.»
«Φτάνοντας ο Ορέστης μπροστά στο σπίτι που νοίκιαζε, στάθηκε και το κοίταξε. Πράγματι έμοιαζε ερείπιο. Ο νους του ταξίδεψε στο παρελθόν, όταν εκείνη η αυλή ήταν γεμάτη γέλια και χαρούμενες φωνές. Θυμήθηκε τον παππού του να πίνει τον ‘’πολλά βαρύ με ολίγη’’ κάτω από την κληματαριά και είδε τον εαυτό του μικρό παιδί να παίζει με τα γειτονόπουλα στον κήπο. Τα όμορφα χρόνια ξαφνικά ζωντάνεψαν, τόσο που για μια στιγμή θέλησε να τρέξει ανάμεσα στα δέντρα όπως παλιά. Μόνο που τίποτα δεν ήταν πια ανθισμένο.»
«Δεμένος πια με το σκοτάδι της ψυχής, ο πόνος του Έντμοντ γιγάντωνε όπως και η νύχτα, σίγουρος για την κυριαρχία του. Φύτρωνε κι έβγαζε ρίζες στο σημείο εκείνο που η καρδιά ενώνεται με το συναίσθημα και τη λογική της απώλειας. Χανόταν και κανένας δεν μπορούσε να του απαλύνει τον πόνο.»
«Αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει αυτόνομος και βασίζει την ύπαρξή του πάνω σε κάποιον άλλον, είναι μισός. Αδύναμος κι εξαρτημένος. Αλλά κανένας μας δεν γεννιέται μισός, έτσι δεν είναι, Μάγδα;»
«Οι ελάχιστες στιγμές που περνούσε μαζί της ήταν βάλσαμο στην ψυχή του. Κάποτε πίστευε ότι δεν ήταν πλασμένος για έρωτες, αλλά τι ήταν αυτό που ένιωθε, αν δεν ήταν έρωτας; »
«Ο Ορέστης πήρε μια βαθιά ανάσα να καθαρίσει το μυαλό του από την ανάμνηση και παρατήρησε τον ουρανό μέσα από το φύλλωμα της καρυδιάς. Ο ήλιος είχε ανατείλει και σκόρπιζε απλόχερα τις ακτίνες και τη ζεστασιά του στην πλάση, όπως το πουλί που μοιράζει με το ράμφος φαγητό στα μικρά του.»
«Στάθηκε στην άκρη κι άφησε την κλούβα να περάσει παρατηρώντας τα μικρά παράθυρα με τη σίτα. Ποιος ξέρει πόσα ζευγάρια μάτια κρύβονταν από πίσω, ποια καινούρια ή παλιά κρίματα βάραιναν τους νεοφερμένους. Ένα ήταν σίγουρο: αθώοι ή ένοχοι έφταναν στον τόπο της τιμωρίας. Εκεί που ο χρόνος μοιάζει σταματημένος και οι ψυχές των ανθρώπων θάβονται πίσω από σιδεριές και μάνταλα ασφαλισμένα καλά, μόνες και ξεχασμένες από όλους εκτός από τους φύλακε.»
« Έριξε με δύναμη μια γροθιά στον τοίχο. Το αίμα που έτρεξε δεν τον πείραζε, λες και μαζί με το αίμα θα έφευγε ο πόνος. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να σώσει την οικογένειά του. Στο μυαλό του έφερνε το πρόσωπο του Μορφονιού ξανά και ξανά και το μίσος μέσα του φούντωνε. Αλλά είχε υποσχεθεί στον Ορέστη.»
«Η ματιά της δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τους πλάτανους, τις λεύκες και τις αγριοκουμαριές, ενώ από το ανοιχτό παράθυρο μύριζε όλες τις μυρωδιές που ανέδυε πλουσιοπάροχα η πηλιορείτικη γη. Τα νερά που έγλυφαν τις άκρες του δρόμου μέσα στα χαντάκια μάγευαν όχι μόνο τα μάτια, αλλά και την ψυχή της.»
«Τότε κατάλαβε η Άννα ότι ο Ορέστης δεν κοιτούσε πια το ηλιοβασίλεμα. Τα σκοτεινιασμένα μάτια του είχαν καρφωθεί πάνω της, την ίδια στιγμή που η λογική τον εγκατέλειπε, μαζί και τους φόβους του. Δεν άντεχε άλλο να μην αγγίζει αυτή τη γυναίκα που σίγουρα του είχε κάνει μάγια.»
«Τα ‘μαθες, έτσι; Η κατάρα έπιασε... είμαι ένας δολοφόνος» χτυπούσε τη γροθιά του στη γη. «Εγώ σκότωσα τη νύφη μας, εγώ. Όπως σκότωσε και ο γιος σου εσένα. Αλλά το δόλιο το κορίτσι τι μου έφταιγε; Και πόσα άλλα κορίτσια θα πάρω στον λαιμό μου; Συγνώμη, συγνώμη, Θεέ μου»
«Και γιατί δεν είπες τίποτα τόσα χρόνια; Γιατί, πανάθεμά σε; Γιατί δεν μου μίλησες και με άφησες να μισώ τον γιο μου, το παιδί μας... γιατί άφησες τη μάνα μου να τη σκοτώσει... κι εμένα να με κάμει ένα τέρας;» πέταξε τη λεπίδα στο χώμα κι έμεινε να κοιτάει την παραδουλεύτρα του σαν χαμένος.»
«Μάνααααα!» ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη κι εκείνη τη στιγμή ο Θεός του ουρανού και της γης έστειλε βροχή, πολλή βροχή. Ποτάμια ολόκληρα που ενώθηκαν με κρωξίματα πουλιών και την οργή του Ορέστη.»
‘’Η κόρη του κλέφτη!’’ Έτσι με φωνάζανε κάποιοι στην αρχή, ακόμα βλέπω την κατηγόρια στα μάτια τους. Γι΄ αυτό σταμάτησα να διαβάζω και να ενδιαφέρομαι για τα μαθήματά μου. Για αυτούς θα είμαι πάντα ό, τι και ο πατέρας μου: μια κλέφτρα.»
«Την ώρα που χάιδευε με το χέρι της στη σκαλιστή επιφάνεια, για μια στιγμή φοβήθηκε, δίστασε να το ανοίξει. Με την επόμενη κίνησή της θα ξυπνούσε από τη λήθη του κάτι άγνωστο, μα ακριβώς αυτή η άγνοια την όπλιζε με θάρρος. Χωρίς να βρει αντίσταση, γύρισε το σκουριασμένο κούμπωμα και κάτω από το υπόκωφο τρίξιμο των μεντεσέδων ήρθε επιτέλους στο φως το περιεχόμενο του μπαούλου.»
«Καλά, το τρέλανα το χωριατάκι. Μάκη, αγόρι μου, η τέχνη σου στις γυναίκες παραμένει αξεπέραστη, μπαγάσα» μιλούσε μόνος του, για τη μαεστρία που είχε φερθεί στην ανίδεη Δέσποινα. Με δυο γλυκόλογα αγάπης και μερικά πεταχτά φιλιά, την είχε κάνει του χεριού του.»
«Με βλέμμα γεμάτο κατανόηση και έρωτα ο Μάκης, σκεφτότανε ότι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες. Έφτανε μια υπόσχεση, ένα σ’ αγαπώ... και ήταν έτοιμες να δώσουν τα πάντα.»
«Συγνώμη παιδί μου... Συγνώμη που δεν πρόλαβα. Σσσς... μη χάνεις δυνάμεις. Μη μιλάς άλλο... θα γίνεις καλά και θα τα πούμε όλα. Μην κλείνεις τα μάτια σου, αγόρι μου...» Τα καυτά της δάκρυα έπεφταν στο πρόσωπο του γιου της που στράγγιζε από χρώμα. Έσφιξε αδύναμα εκείνος το χέρι της και της χαμογέλασε. «Μυρίζεις τόσο όμορφα, μαμά... σαν καραμέλα βουτύρου...»
«Ο καπνός του θόλωνε την όραση, ο λαιμός του έκλεισε και το στήθος του πονούσε αφόρητα. Με μια τιτάνια προσπάθεια σηκώθηκε και ρίχτηκε στη φλεγόμενη πόρτα. Διαπερνώντας τις πύρινες γλώσσες μύριζε την καμένη σάρκα του, όταν από τη μισάνοιχτη ντουλάπα είδε να εξέχει το λιπόθυμο κορμάκι της Κερασίας.»
«Μεγαλώνοντας, μεγάλωνε και η ζήλεια μου, ένα τέρας γινόμουνα. Ήθελα να σου τα πάρω όλα, φανταζόμουν ότι εγώ ήμουν εσύ κι εσύ εγώ. Το έβαλα σκοπό να σου κλέψω τη ζωή και μόλις παρουσιάστηκε η ευκαιρία...»
Διαβάστε επίσης:
Από τον «Λύκο» στον «Αύγουστο»: Η εξελικτική πορεία του Κωνσταντίνου Καφετζή: https://www.citystatus.gr/selides/apo-ton-lyko-ston-aygoysto-i-ekseliktiki-poreia-toy-konstantinoy-kaphetzi
Στο φως του Ρίγκελ: μια συνομιλία με τον Δαμιανό Αγραβαρά: https://www.citystatus.gr/selides/rigkel
CITY Status