Μαρία Καλαμίδα: Από τα σωφρονιστικά καταστήματα στη Ζαγορά, ψάχνοντας τη λύτρωση «Πέτρα και Φωτιά»

Μαρία Καλαμίδα: Από τα σωφρονιστικά καταστήματα στη Ζαγορά, ψάχνοντας τη λύτρωση «Πέτρα και Φωτιά»

Η Μαρία Καλαμίδα γεννήθηκε στην πανέμορφη Νέα Ιωνία Βόλου, σ’ έναν τόπο προσφυγιάς κι ελπίδας. Ως κοινωνική λειτουργός, με ειδικές σπουδές στην Κοινωνική Ανθρωπολογία, εργάστηκε σε διάφορες δομές, ενώ τα τελευταία είκοσι τρία χρόνια προσφέρει τις υπηρεσίες της σε σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας μας. Μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής της, όμως, αποτελούν οι δύο υπέροχες κόρες μου, οι θησαυροί της ύπαρξής της. Αφορμή για το πρώτο της αυτό συγγραφικό εγχείρημα, στάθηκε η αγάπη της για τη λογοτεχνία, όταν από μικρή ρουφούσε μέχρι το μεδούλι τις σελίδες κάθε βιβλίου που έπεφτε στα χέρια της. Επί σειρά ετών κρατούσε κρυμμένα σ’ ένα συρτάρι τις δικές της σημειώσεις, τα δικά της συγγράμματα. Ώσπου έφτασε η στιγμή να τολμήσει να μοιραστεί κάποια από αυτά...

Η γραφή σου κινείται ανάμεσα στο ρεαλιστικό και στο ποιητικό· πώς ισορροπείς ανάμεσα στην αφήγηση και στη συναισθηματική ένταση;

Η ισορροπία είναι μια δύσκολη συνθήκη σε κάθε πλαίσιο και αυτό νομίζω ότι ισχύει και για τη συγγραφή. Η αφήγηση μοιάζει με φουσκωμένο ποτάμι που γυρεύει να σε παρασύρει σε μια ροή και μια πορεία που δεν ορίζεις εσύ. Εκεί στη μέση του πουθενά, παρασυρμένη, φοβισμένη ή θυμωμένη – ανάλογα με την περίσταση- ψάχνω  τρόπο να κρατηθώ, μάταια όμως. Η δύναμη της έμπνευσης μοιάζει με τη μανία της φύσης, ανεξέλεγκτη και κυρίαρχη. Γι΄ αυτό προτιμώ να υποταχτώ στη δύναμή της, αναγνωρίζοντας την ανωτερότητά της. Αφήνω την συναισθηματική ένταση να με κυριεύει τόσο όσο χρειάζεται για να κατευνάσω την ορμή της, τόσο όσο αντέχω, αναζητώντας την εκτόνωση στη σιωπή, την απουσία σκέψης, στην αυλή μου παρέα με τα δέντρα και τα λουλούδια μου. Πιάνω τον εαυτό μου να παρατηρώ ένα φύλλο και την πορεία του στο πλάι του ανέμου ή να χάνω την αίσθηση του χρόνου χαϊδεύοντας τον σκύλο μου τον Ορέστη.

Στο βιβλίο φαίνεται έντονα η εναλλαγή εποχών (1828 – 2024). Τι σε ελκύει περισσότερο σε αυτό το αφηγηματικό παιχνίδι με τον χρόνο;

Η έννοια του διαχρονικού ανθρώπου. Όσο πίσω και να πάω βρίσκω περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές. Το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο αλλάζει, όχι όμως και οι άνθρωποι. Οι καημοί τους, οι χαρές τους, οι πόθοι και οι ελπίδες τους παραμένουν ίδιες παρότι εκφραζόταν διαφορετικά. Οι σπουδές μου στην Κοινωνική Ανθρωπολογία νομίζω με σημάδεψαν. Κάθε βήμα πίσω στο χρόνο με βρίσκει πάντα γοητευμένη από όσα συναντώ. Ξετυλίγοντας το νήμα, ακολουθώντας τα ίχνη που ανέμελα σκορπάει η γραμμική χρονικότητα ανακαλύπτω ανθρώπους που μου μοιάζουν, φωνές, κρυμμένες στις σκιές της λησμονιάς που απαιτούν να ακουστούν και να βγουν επιτέλους στο φως.

Οι χαρακτήρες σου βιώνουν πάθη, τραύματα και λύτρωση. Πώς προσεγγίζεις ψυχολογικά τους ήρωες πριν τους «δώσεις ζωή» στο χαρτί;

Όλοι οι ήρωές μου έχουν κάτι δικό μου ακόμη κι αυτοί με τη χειρότερη συμπεριφορά. Ήταν μια από τις πιο δύσκολες στιγμές για μένα όταν το συνειδητοποίησα. Όλα τα τραύματα, τα πάθη, όλες οι κακίες και οι αδικίες τους δεν μου ήταν ξένες. Η μόνη διαφορά μας ήταν ότι δεν επέλεξα να τις κάνω πράξη. Αυτός είναι ο λόγος που τους βλέπω με ανθρωπιά και ενσυναίσθηση από την πρώτη κιόλας στιγμή της δημιουργίας τους. Σίγουρα στην αρχή κάποιον μου θυμίζουν. Το χαμόγελό τους, τα μάτια τους, ο τρόπος που αντιδρούν στις κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις, οι σκέψεις τους, όλα μοιάζουν στοιχεία άλλων, μέχρι να αποκτήσουν τη δική τους οντότητα όχι μόνο στη σκέψη μου αλλά και στο χαρτί. Τότε αρχίζουν να μιλούν με τη δική μου γλώσσα και να ενεργούν με τη δική μου παρόρμηση κι αυτή η γέννα έχει κάτι από τη σάρκα μου, είμαι εγώ. Τη λύτρωσή τους την περιμένω όπως οι θεατές μιας αρχαίας τραγωδίας προσδοκούν την κάθαρση, σαν βάλσαμο και για τη δική μου ψυχή.

Η Ζαγορά Πηλίου λειτουργεί σχεδόν σαν πρωταγωνιστής στην ιστορία. Πόσο σημαντικό είναι για εσένα το τοπίο και η ατμόσφαιρα στον τρόπο γραφής σου;

Το τοπίο και οι ατμόσφαιρα του τόπου είναι καθοριστικής σημασίας για μένα. Η γη, τα σπίτια, τα δρομάκια και οι γωνιές τους, τα αρώματα στις γειτονιές, οι βρύσες και η φύση που τα αγκαλιάζει σμιλεύουν και τους χαρακτήρες μου. Οι άνθρωποι ζουν σε άμεση αλληλεπίδραση με τον τόπο τους, έναν τόπο που διαμορφώνει την ιστορικότητά τους και την ίδια τους την ύπαρξη. Ο τρόπος που σκέφτονται, ο τρόπος που μιλούν ενσαρκώνονται μέσα από την τοπολιαλιά και τις συνήθειες του μεγαλώματός τους. Όλοι μας θέλουμε ή δεν θέλουμε δεν υπάρχουμε χώρια από τον τόπο μας.

Αν έπρεπε να περιγράψεις το ύφος σου με τρεις λέξεις, ποιες θα ήταν;

Φανταστικό, ψυχολογικό, ρομαντικό.

Τι ήταν εκείνο που σε ενέπνευσε να γράψεις το Πέτρα και Φωτιά; Ήταν πρώτα η ιστορία ή ο τόπος;

Ήταν ο τόπος, ο μαγικός τόπος της Ζαγοράς. Το μπαλκόνι με θέα τη θάλασσα, το σούρουπο που κατέλυε το σύνορο ανάμεσα στη θάλασσα και τον ουρανό και τα έκανε ένα. Το τζάκι με τα κοράλλια, η παλιά βιβλιοθήκη γεμάτη με βιβλία που περίμεναν να διαβαστούν, οι πέτρινοι τοίχοι και οι πέτρινες σκεπές που αναπόφευκτα με ταξίδευαν σε άλλες εποχές. Οι ορτανσίες και οι μπουκαμβίλιες που αγκάλιαζαν τους τοίχους σαν επαγγελματίες ορειβάτες και ο πλάτανος στο κέντρο της πλατείας που μου θύμιζε πάντα πόσο μικρή και ασήμαντη έστεκα μπροστά του σαν κλαράκι στο ποτάμι του δικού του μεγαχρόνου.

Η Άννα και η Ιοκάστη είναι δυο γυναίκες που, παρόλο που ζουν σε διαφορετικές εποχές, μοιάζουν να κουβαλούν τον ίδιο πόνο. Τι ήθελες να αναδείξεις μέσα από αυτή τη «διπλή» ηρωίδα;

Οι ανθρώπινες ζωές είναι συνέχειες κατά τη γνώμη μου. Συνέχειες ανθρώπων και εποχών που χάθηκαν αλλά άφησαν το σημάδι τους στην ψυχή μας. Ένα σημάδι που μας οδηγεί δίχως να φαίνεται και μας συνδέει με ότι ο θάνατος μας χώρισε. Οι δύο γυναίκες κάμπτουν τον χωροχρόνου, νικώντας τους συμπαντικούς κανόνες για να συναντηθούν, για να μοιραστούν τον πόνο από την προδοσία και τον χωρισμό, για να γιατρέψουν τις πληγές τους και να λυτρωθούν, όχι από μια ανώτερη δύναμη αλλά από τη δύναμη της ψυχής τους και την ανάγκη τους να διεκδικήσουν την ευτυχία που τους στέρησαν.

Πώς αντιλαμβάνεσαι την έννοια της «κατάρας» στο βιβλίο; Είναι περισσότερο μυθική, ψυχολογική ή κοινωνική;

Η κατάρα για μένα και πάνω από όλα είναι αυτοδικία. Μια πράξη 'περιθωριακή' και μαγική γεννημένη στο σκοτάδι της απόγνωσης και της αδυναμίας τιμωρίας του ατόμου που μας προκάλεσε ηθική ή σωματική βλάβη. Κατάρες είναι οι λέξεις των καταφρονημένων, των αδικημένων, των ανθρώπων που ζητούν να αποδώσουν δικαιοσύνη και δεν μπορούν. Η δύναμη της κατάρας βρίσκεται καλά φυλαγμένη στους άγραφους νόμους κάθε κοινωνίας και υπάρχει για να τιμωρεί όσους ο νόμος δεν μπορεί να αγγίξει. Νομοτελειακά είναι ένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης που πηγάζει όμως από το δίκαιο και τον πόνο του αδικημένου.

Αν ο αναγνώστης κρατούσε μόνο ένα μήνυμα από το Πέτρα και Φωτιά, ποιο θα ήθελες να είναι αυτό;

Η ευτυχία χτίζεται μέσα από πολλές δυστυχίες και πόνους που μας κάνουν να την αποζητάμε όλο και πιο πολύ και ξεκινάει μόνο όταν αγαπάμε τον εαυτό μας και μαθαίνουμε να στηριζόμαστε σε άλλους ανθρώπους για βοήθεια.

Η ιστορία ξεκινά το 1828 και φτάνει στο 2024. Πώς αλληλοεπιδρούν τελικά το παρελθόν και το παρόν;

Το παρελθόν δεν υπάρχει μόνο γραμμικά αλλά συνυπάρχει με το παρόν στον ίδιο τόπο. Ο χρόνος κάμπτεται όταν η Ιοκάστη και η Άννα συναντιόνται και συνομιλούν. Τα γεγονότα του 1828 σμιλεύουν το σήμερα σε μια σχέση όχι απλά αιτιατή αλλά νομοτελειακή. Ότι έγινε θα ξαναγίνει. Όσο το τραύμα υπάρχει η πληγή δεν θα κλείνει ποτέ. Το παρελθόν μέσω της επανάληψης γίνεται και ξαναγίνεται παρόν, υπάρχει σ΄ όλες τις εποχές και αναπαράγει το άδικο και τον πόνο των ανθρώπων μέχρι εκείνοι να αποφασίσουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.

Η Άννα μετακομίζει στη Ζαγορά για μια καινούργια αρχή. Τι συμβολίζει για εσένα αυτή η «επιστροφή» σε έναν τόπο ριζωμένο στην παράδοση;

Στη δουλειά μου, σαν Κοινωνική Λειτουργός,  πολύ συχνά λέμε κάνε δυο βήματα πίσω για να δεις τα πράγματα από μια άλλη οπτική, την οπτική που σου προσφέρει η απόσταση. Πολλές φορές επιστροφή σημαίνει αλλαγή. Από τους πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας  η Άννα βρέθηκε στα καλντερίμια της Ζαγοράς. Από τη μοναχική ζωή στο πολυτελές διαμέρισμά της βρέθηκε σε ένα παλιό αρχοντικό περιτριγυρισμένοι από ανθρώπους που ήθελαν να την γνωρίσουν και να της σταθούν. Οι αξίες της παράδοσης δεν είναι πάντα ξεπερασμένες, ειδικά όταν αφορούν την ανθρωπιά, το νοιάξιμο, την φιλοξενία και το καλωσόρισμα.

Στο βιβλίο κυριαρχούν έντονα τα θέματα του έρωτα, του μίσους και της λύτρωσης. Ποιο από αυτά θεωρείς την κινητήρια δύναμη της πλοκής;

Κινητήρια δύναμη της πλοκής είναι ο ανθρώπινος αγώνας για αυτοπραγμάτωση και η έννοια της λύτρωσης που έρχεται μόνο τη στιγμή που θα αγαπήσουμε τον εαυτό μας και θα αγωνιστούμε για την ευτυχία μας.

Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μυστικά, όνειρα και στοιχειωμένα σπίτια. Πιστεύεις ότι το στοιχείο του «παραμυθιού» είναι απαραίτητο στη λογοτεχνία για ενήλικες;

Νομίζω ότι το στοιχείο του παραμυθιού είναι απαραίτητο για τη ζωή μας γενικά. Η τεχνολογική εξέλιξη, η ανάγκη λογικής επεξεργασίας και λήψης αποφάσεων όλο το 24ωρο μας αφήνει πολλές φορές αποκαμωμένους. Το άγχος, οι υποχρεώσεις και οι ματαιώσεις διαμορφώνουν πολύ συχνά μια μουντή πραγματικότητα για τον ενήλικο εαυτό μας. Το παραμύθι θα μας συνδέει πάντα με το παιδί που κρύβουμε μέσα μας δημιουργώντας μια ρωγμή με την καθημερινότητα που μας επιτρέπει να χαλαρώσουμε, να ανασάνουμε και να δημιουργήσουμε, όπως τα παιδιά.

Το Πέτρα και Φωτιά μοιάζει με ιστορία που θα μπορούσε να μεταφερθεί στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση. Αν γινόταν, ποιο στοιχείο θα ήθελες να αναδειχθεί πιο έντονα;

Αν μεταφερόταν ποτέ το Πέτρα και Φωτιά στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση το στοιχείο που θα ήθελα να αναδειχθεί πιο πολύ είναι η δύναμη της ανθρώπινης ψυχής. Θα ήθελα ο κόσμος που θα το δει να βγει από την κινηματογραφική αίθουσα γεμάτος σιγουριά ότι ο ανθρώπινος αγώνας για δικαίωση δεν είναι μάταιος κι ότι την αδικία ούτε το χώμα δεν τη θέλει. Διαρκής αγώνας λοιπόν και μοίρασμα με τους ανθρώπους που μας συντροφεύουν στη διαδρομή με πίστη και αφοσίωση στο δίκαιο και την καλοσύνη.

Αν το Πέτρα και Φωτιά ήταν φαγητό, τι θα ήταν; Μια παραδοσιακή πίτα Πηλίου ή κάτι πιο «καυτερό»;

Πολύ ωραία ερώτηση! Αν ήταν φαγητό θα ήταν εξοχικό. Είναι μείγμα από διαφορετικά κρέατα που δημιουργούν ένα μοναδικό άρωμα και λίγη καυτερή πιπεριά. Άρωμα Πηλίου λοιπόν με την έκπληξη που προκαλεί το άνοιγμα του πουγκιού που κρύβει τα ψιλοκομμένα κρέατα και τυριά.

Ποιον από τους ήρωες σας θα ήθελες για συγκάτοικο και ποιον δεν θα άντεχες ούτε μέρα;

Σίγουρα θα μου άρεσε να ζω με τον Στέφανο. Έναν άνθρωπο γεμάτο κατανόηση και φροντίδα, με σεβασμό και αληθινή αγάπη για την σύντροφό του. Φαντάζομαι να πίνουμε καφεδάκι στο υπέροχο σαλόνι και να μοιραζόμαστε τις συγγραφικές μου ιδέες και ανησυχίες με πνεύμα αγάπης και αλληλοκατανόησης. Δεν θα άντεχα τον Μάκη για συγκάτοικο, νομίζω ότι μου θυμίζει πολύ καταστάσεις που έζησα και εμπειρίες που με δυσκόλεψαν πολύ.

Αν έπρεπε να διαλέξεις ηρωίδα για να σε συνοδεύσει σε ένα ταξίδι στο Πήλιο, θα έπαιρνες την Άννα ή την Ιοκάστη; Γιατί;

Στο Πήλιο θα ταξίδευα με την Ιοκάστη. Με την γυναίκα αυτή που έσπασε το φράγμα του χρόνου και κατάφερε να αφυπνίσει την Άννα για να λυθεί η κατάρα. Μ΄ αυτή τη γυναίκα που διάλεξε τη μοναξιά και τη μάχη για να συναντήσει τον αγαπημένο της και να διεκδικήσει την ευτυχία της διακόσια χρόνια πριν.

Φαντάσου ότι η Ζαγορά «μιλάει» σαν χαρακτήρας του βιβλίου. Τι νομίζεις ότι θα έλεγε στους ήρωες;

«Μην  βιάζεστε, χαρείτε τη ζωή. Κάντε μια στάση κάτω από τον πλάτανο κι ακούστε τις ιστορίες του. Μην περπατάτε σκυφτοί. Κοιτάξτε ψηλά εκεί που τα σύννεφα βασιλεύουν και θαυμάστε πέρα τη θάλασσα που δεν παραιτείται ποτέ. Πιείτε το τσιπουράκι σας και μοιραστείτε τους καημούς σας με τους ανθρώπους που σας νοιάζονται. Χαρείτε τη βροχή και το χιόνι δίχως παράπονα αλλά με την πίστη ότι ο τόπος τούτος στέλνει τις μπόρες για να χαρείτε τον ήλιο και τον αγριεμένο βοριά για να χαρείτε την μπουνάτσα».

Αν το βιβλίο σου είχε soundtrack, ποιο τραγούδι ή μουσική θα έβαζες να παίζει στο φόντο όταν ο αναγνώστης γυρίζει τις σελίδες;

Απίστευτη ερώτηση. Η αλήθεια είναι ότι πολύ συχνά όταν έγραφα το βιβλίο άκουγα στο νου μου να παίζει το τραγούδι που ερμηνεύει ο Κώστας Λιδάκη με στίχους του Κώστα Λειβαδά, «Για να σε συναντήσω».

Ευχαριστώ πολύ για τη μοναδική αυτή συνέντευξη και τις υπέροχες ερωτήσεις. Να είσαι καλά Κωνσταντίνε και εύχομαι η αγάπη σου για την γραφή να σε οδηγήσει σε μόνιμους δρόμους ευτυχίας και δημιουργίας.

 

Το βιβλίο  (παρουσίαση)

Ό,τι δεν καίγεται, γίνεται πέτρα. Ό,τι δεν αντέχεται, γίνεται μνήμη.

Υπάρχουν ιστορίες που ξεπερνούν το σήμερα και δεν χωρούν σε μία μόνο εποχή. Στη Ζαγορά, στον τόπο όπου τα βουνά συναντούν τη θάλασσα και η φύση γίνεται μάρτυρας του ανθρώπινου πάθους, ξετυλίγεται ένα αφήγημα που διασχίζει δύο αιώνες. Το παρελθόν δεν έχει λυτρωθεί, και το παρόν καλείται να κουβαλήσει τα βάρη του. Δύο γυναίκες, η Άννα και η Ιοκάστη, συναντώνται μέσα από την αόρατη γέφυρα της μοίρας. Η πρώτη, μια σαραντάχρονη δασκάλα που αποφασίζει να απομακρυνθεί από την ασφυξία της πρωτεύουσας και να βρει καταφύγιο στον τόπο των θρύλων. Η δεύτερη, μια νεαρή γυναίκα του 19ου αιώνα, που εγκλωβίζεται σε έναν κόσμο σκληρό και άδικο, παλεύοντας ανάμεσα στον έρωτα και την τυραννία. Δύο μορφές που χωρίζονται από τον χρόνο, αλλά τις ενώνει η ίδια κατάρα. 

Η πέτρα συμβολίζει την αντοχή, τη σιωπή, τη σκληρότητα. Η φωτιά, αντίθετα, εκρήγνυται σαν πάθος, σαν καταστροφή, σαν ακατανίκητη ανάγκη για αναγέννηση. Μαζί δημιουργούν τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι ζωές των ηρώων. Δεν είναι μια απλή ιστορία έρωτα ή μίσους. Είναι ένα πολυφωνικό δράμα, όπου η μοίρα, οι κοινωνικές συμβάσεις, οι οικογενειακές συγκρούσεις και τα πάθη συνθέτουν ένα πυκνό υφαντό. Μια αφήγηση φτιαγμένη από πέτρα και φωτιά. Από αντοχή και φλόγα. Από έρωτες που καίνε και πληγές που σκληραίνουν. Ένα ταξίδι όπου το παρελθόν και το παρόν γίνονται ένα, για να μας θυμίσουν πως η μοίρα μπορεί να δεσμεύει, αλλά η αγάπη είναι εκείνη που λυτρώνει.

Η δική μας ματιά

Το έργο ανήκει σε εκείνη τη σύγχρονη λογοτεχνία που συνδέει παρελθόν και παρόν, δείχνοντας πώς οι πληγές της μνήμης περνούν από γενιά σε γενιά. Στον πυρήνα του βρίσκεται η ιδέα της μετάδοσης του τραύματος: μια «κατάρα» που ξεκινά τον 19ο αιώνα και συνεχίζει να βαραίνει τους απογόνους μέχρι σήμερα. Έτσι, η αφήγηση αποκτά διαχρονικότητα και αποκαλύπτει πώς τα άλυτα μίση και οι σιωπές δεν παύουν να επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων. 

Η Ζαγορά δεν επιλέγεται τυχαία ως τόπος δράσης. Πρόκειται για έναν χώρο που συνδυάζει την ομορφιά με την απομόνωση, αλλά και τα βάρη της παράδοσης. Δύο βασικές μεταφορές οργανώνουν την αφήγηση: η πέτρα και η φωτιά. Η πέτρα συμβολίζει τη σκληρότητα και το ακίνητο παρελθόν, ενώ η φωτιά δηλώνει το πάθος, την καταστροφή αλλά και την πιθανότητα μιας νέας αρχής. 

Στο επίπεδο των χαρακτήρων ξεχωρίζουν δύο γυναικείες μορφές. Η Άννα, στον παρόντα χρόνο, αναζητά λύτρωση μέσα από την αυτογνωσία και την απόσταση. Η Ιοκάστη, στον 19ο αιώνα, παλεύει με την καταπίεση και την προδοσία. Παρά το χρονικό χάσμα, οι δύο ηρωίδες μοιάζουν σαν καθρέφτες, ενωμένες από την κοινή εμπειρία του εγκλωβισμού σε μοίρες που δεν διάλεξαν. 

Η γραφή της συγγραφέως είναι έντονη, γεμάτη εικόνες και δραματικές κορυφώσεις που θυμίζουν θέατρο. Η συναισθηματική φόρτιση που δημιουργείται ανάμεσα στους χαρακτήρες, ταιριάζει με τον στόχο του βιβλίου, δηλαδή να συγκινήσει και να αφήσει έντονο αποτύπωμα. Το έργο αγγίζει θέματα όπως ο έρωτας, η προδοσία, η εξάρτηση και η βία, συνδέοντάς τα με το μοτίβο της μοίρας. Παράλληλα, ενσωματώνει σύγχρονα κοινωνικά στοιχεία και προβλήματα, τα οποία λειτουργούν τόσο ρεαλιστικά όσο και συμβολικά. Συνολικά, πρόκειται για ένα δραματικό ψηφιδωτό όπου παρελθόν και παρόν, ατομικό και συλλογικό, ρεαλιστικό και συμβολικό συνυπάρχουν, θέτοντας το διαχρονικό ερώτημα: μπορούμε άραγε να ξεφύγουμε από τις σκιές του παρελθόντος;