Από τον «Λύκο» στον «Αύγουστο»: Η Εξελικτική Πορεία του Κωνσταντίνου Καφετζή

Από τον «Λύκο» στον «Αύγουστο»:  Η Εξελικτική Πορεία του Κωνσταντίνου Καφετζή

Τρία χρόνια μετά την πρώτη του αποκλειστική συνέντευξη https://www.citystatus.gr/syntenteuxeis/konstantinos-kaphetzis-o-syggrapheas-toy-ergoy-o-lykos-se-mia-apokleistiki-proti-synenteyksi, όπου μας σύστησε το θεατρικό του έργο "Ο Λύκος" και τις πρώτες του συγγραφικές ανησυχίες, ο Κωνσταντίνος Καφετζής επιστρέφει με ένα νέο έργο, αυτή τη φορά, στον χώρο της πεζογραφίας.  

Η νουβέλα "Έναν Αύγουστο, παρακαλώ!" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γραφή,  αποτελεί το πεζογραφικό του ντεμπούτο, επιβεβαιώνοντας την έφεσή του στη δημιουργική γραφή και την ανάγκη του για έκφραση μέσα από διαφορετικά είδη. Από τη σκηνή του θεάτρου και την εξερεύνηση των νοσηρών σχέσεων, στο φως του καλοκαιρινού ήλιου και την αναζήτηση της παιδικής αθωότητας, της μνήμης και του ψυχικού τραύματος, ο Κωνσταντίνος Καφετζής διαγράφει μια σταθερή πορεία, διατηρώντας κοινά ψυχογραφικά νήματα. 

Σήμερα, συζητάμε μαζί του για αυτό το νέο του συγγραφικό εγχείρημα, τις αναμνήσεις που το γέννησαν και τις προεκτάσεις τους στην ενήλικη ζωή, καθώς και για το πώς η συγγραφή συνεχίζει να αποτελεί για εκείνον πράξη ελευθερίας.

Στην προηγούμενη συνέντευξή μας, το 2022, μιλούσαμε για το θεατρικό σου έργο "Ο Λύκος", όπου ανέφερες την "ικανοποίηση και ελευθερία" που νιώθεις όταν δημιουργείς και την ανάγκη να εκφράζεσαι μέσα από τα γραπτά σου. Τώρα, παρουσιάζεις τη νουβέλα σου "Έναν Αύγουστο, παρακαλώ!". Πώς ήταν αυτή η μετάβαση από τη συγγραφή για το θέατρο στην πεζογραφία; Υπήρχαν κοινές προκλήσεις ή εντελώς διαφορετικές ελευθερίες και περιορισμοί σε σχέση με τον τρόπο που ήθελες να αφηγηθείς αυτή τη νέα ιστορία;

Η μετάβαση δεν ήταν εύκολη, αλλά ούτε και ξένη. Το θέατρο έχει τον ρυθμό του διαλόγου, τη ζωντάνια της σκηνής, τους χαρακτήρες που παίρνουν σάρκα και οστά. Στην πεζογραφία, όλα πρέπει να ζωντανέψουν μόνο μέσα από τις λέξεις. Απόλαυσα τον χρόνο που μου έδινε η αφήγηση για να χτίσω μια ιστορία διαφορετικά. Και στις δύο μορφές, γράφω για να εκφράσω κάτι που με καίει, κάτι που όσο κι αν υπάρχει στον χώρο της σκέψεις, παλεύει να βγει και να αναπνεύσει, ελεύθερα και τολμηρά. Το «Έναν Αύγουστο παρακαλώ!» είναι μια άλλη πλευρά του ίδιου τρόπου έκφρασης. 

Ο πρωταγωνιστής, σε όλο το σώμα του κειμένου, αναφέρεται ως "το παιδί". Η αποκάλυψη του βαφτιστικού του ονόματος και η σύνδεση με την έννοια του "πιο σημαντικού πράγματος στη ζωή του" συμβαίνει αργότερα. Ποιος είναι ο λόγος αυτής της επιλογής; Υποδηλώνει κάτι συγκεκριμένο για τη φύση ή την εμπειρία του παιδιού στην ιστορία;

Η επιλογή να αναφέρεται ο ήρωας ως «το παιδί» δεν ήταν τυχαία. Ήθελα να διατηρήσω μια αίσθηση καθολικότητας και απόστασης· να μπορέσει ο αναγνώστης να δει μέσα του κάτι δικό του, μια δική του παιδική απώλεια ή ανάγκη. Ένα δικό του τραύμα που δεν έχει ακόμα επουλωθεί. Η ιδέα γεννήθηκε όταν μια φίλη μου μού αφηγήθηκε ότι οι γονείς της δεν τη φώναζαν με το όνομά της αλλά «το παιδί». Όταν χρειάστηκε σε ένα δυσάρεστο περιστατικό της ζωής της, να δηλώσει την παρουσία της, φώναξε στους γονείς της: «Το παιδί, το παιδί…» δηλαδή, ουσιαστικά, αποκάλεσε τον εαυτό της, όπως την αποκαλούσαν οι γονείς και ο οικογενειακός της περίγυρος. Όχι, με το όνομά της, αλλά «το παιδί». Με συγκλόνισε αυτό. Το ενσωμάτωσα για να εκφράσω ότι οι ενήλικες αντιμετωπίζουν τα παιδιά σαν κάτι ξέχωρο, σαν να μην έχουν πλήρη κατανόηση ή φωνή. 

Η εναλλαγή μεταξύ του ήρωα ως παιδί και του ήρωα ως ενήλικα είναι η κεντρική αφηγηματική σου επιλογή. Πώς αποφάσισες να δομήσεις την ιστορία με αυτόν τον τρόπο και τι πιστεύεις ότι προσφέρει αυτή η διπλή οπτική γωνία στον αναγνώστη; 

Η εναλλαγή μεταξύ του ήρωα ως παιδιού και του ήρωα ως ενήλικα επιλέχθηκε για να δείξει την εξέλιξη και την ψυχική του κατάσταση σε βάθος. Η παιδική οπτική αποτυπώνει την αθωότητα και τα πρώτα τραύματα, ενώ η ενήλικη αναδεικνύει τις συνέπειες και τις εσωτερικές συγκρούσεις. Αυτή η διπλή ματιά προσφέρει στον αναγνώστη βαθύτερη κατανόηση της προσωπικότητας και των επιλογών του ήρωα. Παράλληλα, δημιουργεί ενδιαφέρον και ένταση, καθώς ο αναγνώστης συνδέει το παρελθόν με το παρόν, βιώνοντας την ιστορία πολυδιάστατα και με συναισθηματική ένταση. 

Το εξοχικό στην Κινέτα φαίνεται να είναι ένας τόπος με έντονες μνήμες και συναισθήματα. Υπάρχουν προσωπικές εμπειρίες ή αναμνήσεις που αποτέλεσαν έμπνευση για την περιγραφή αυτού του τόπου και των γεγονότων που διαδραματίζονται εκεί;

Προσωπικά, έχω πολλές αναμνήσεις από το εξοχικό μου στον Μαραθώνα, και αυτές οι εμπειρίες με βοήθησαν να περιγράψω τον τόπο και τα γεγονότα με πιο ζωντανό και αληθινό τρόπο. Μέσα από αυτές τις μνήμες, προσπαθώ να μεταφέρω την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα που νιώθουν οι χαρακτήρες.

Η μύγα εμφανίζεται επανειλημμένα στο βιβλίο από μια απλή ενόχληση σε σύμβολο άγχους, μοναξιάς αλλά και συντροφιάς. Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα και ποια είναι για σένα η βαθύτερη συμβολική της διάσταση. 

Η μύγα στο βιβλίο αντιπροσωπεύει την αδιάκοπη ψυχική ένταση και την αίσθηση απομόνωσης, αλλά ταυτόχρονα υπογραμμίζει ότι δεν είμαστε ποτέ ολοκληρωτικά μόνοι στον εσωτερικό μας κόσμο. Συνδέεται με τη φθορά, την παροδικότητα και την αμφιθυμία ζωής και θανάτου. Ειδικά μέσα στο μοναχικό καλοκαίρι του Αυγούστου στην άδεια Αθήνα, η μύγα, εκτός από ένα διαχρονικό σύμβολο του καλοκαιριού, γίνεται μια παρηγορητική παρουσία, μια μοναδική «παρέα» που εκφράζει την ανάγκη για επαφή και την επιμονή της μνήμης.

Δεδομένου ότι το βιβλίο είναι προσωπικό και νοσταλγικό, σε ποιο βαθμό άντλησες από πραγματικές αναμνήσεις και πού ξεκινά η μυθοπλασία; Ήταν μια "θεραπευτική" διαδικασία η συγγραφή;

Το βιβλίο δεν είναι απόλυτα προσωπικό – είναι εν μέρει. Περιέχει μνήμες δικές μου, αλλά και αφηγήσεις που έχω ακούσει. Η μυθοπλασία ξεκινά εκεί όπου η πραγματικότητα παύει να αρκεί. Όταν μια λεπτομέρεια χρειάζεται να διευρυνθεί, να αποκτήσει έναν συμβολισμό ή μια εσωτερική αλήθεια, τότε επεμβαίνω δημιουργικά. Ως προς το αν ήταν θεραπευτικό… Ίσως όχι με τον κλασικό τρόπο. Δεν έγραψα για να λυτρωθώ, αλλά στην πορεία είδα πράγματα να ξεκαθαρίζουν μέσα μου. Συναισθήματα, εικόνες, λέξεις πήραν θέση και νόημα. Κι αυτό, νομίζω, είναι μια σιωπηλή αλλά ουσιαστική μορφή θεραπείας.

Το βιβλίο διαποτίζεται από μια έντονη νοσταλγία για την αθωότητα των παιδικών χρόνων. Είναι αυτή η νοσταλγία μια ανάμνηση που ωραιοποιεί το παρελθόν, ή μια ειλικρινής απόδοση της παιδικής ψυχής;

Η νοσταλγία που διαπερνά το βιβλίο δεν είναι μια ωραιοποίηση του παρελθόντος – δεν αποφεύγει τις σκιές ή τις ρωγμές. Είναι όμως μια προσπάθεια να αποδοθεί η παιδική ματιά με ειλικρίνεια, με τον τρόπο που το παιδί αντιλαμβάνεται τον κόσμο: άμεσα, ενστικτωδώς, χωρίς φίλτρα. Η αθωότητα, σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι εξιδανίκευση· είναι ένας τρόπος ύπαρξης. Σαφώς, με τα χρόνια, η μνήμη επιλέγει τι θα κρατήσει και τι θα ξεχάσει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα παραποίηση. Ίσως σημαίνει ουσία. Έτσι, η νοσταλγία στο βιβλίο δεν προέρχεται από την επιθυμία να επιστρέψουμε σε κάτι “αγνό”, αλλά από την ανάγκη να κατανοήσουμε πώς διαμορφωθήκαμε∙ πώς εκείνες οι πρώτες εμπειρίες, ακόμα και οι πιο ασήμαντες ή επώδυνες, άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα μέσα μας.

Από τη θεατρική παράσταση ο “Λύκος”

Το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός είναι έντονα στοιχεία. Πώς σε βοηθούν αυτά τα αφηγηματικά εργαλεία να θίξεις ευαίσθητα ή δύσκολα θέματα, χωρίς να χάνεται το βάθος;

Το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός με βοηθούν να πλησιάσω τα δύσκολα χωρίς διδακτισμό ή βαρύτητα. Δεν είναι αποστασιοποίηση· είναι τρόπος να φωτιστούν οι ευαισθησίες με ανθρώπινη ματιά. Ο αυτοσαρκασμός δείχνει αποδοχή του εαυτού, ακόμα και στα αδύναμα σημεία. Το χιούμορ κάνει την αφήγηση πιο προσιτή, πιο αληθινή. Έτσι, τα βαθιά συναισθήματα δεν επιβάλλονται – αναδύονται φυσικά, σχεδόν αθόρυβα.

Γύρω από τον ήρωα, διατρέχουν με μικρές αναφορές, οι ιστορίες άλλων προσώπων. Ο Μένιος, συνάδελφος του ήρωα, αναζητά το ιδανικό σε διάφορες πτυχές της ζωής του, βιώνοντας απογοητεύσεις. Υπάρχει ένα σχόλιο για την ανθρώπινη φύση και την αναπόφευκτη απομυθοποίηση των ιδανικών;

Μέσα από την πορεία του Μένιου προβάλλεται ένα λεπτό αλλά σαφές σχόλιο για την ανθρώπινη φύση: ο άνθρωπος, νομίζω, είναι πλασμένος να ελπίζει, να προσδοκά το τέλειο, αλλά και να διαψεύδεται. Η συνεχής απομυθοποίηση των ιδανικών δεν αναιρεί την αξία της αναζήτησής τους. Αντιθέτως, την καθιστά πιο ανθρώπινη. Ο Μένιος προσωποποιεί την τραγική εκείνη πλευρά του ανθρώπου που ζει ανάμεσα στην προσδοκία και τη ματαίωση, χωρίς ποτέ να παραιτείται.

Φαίνεται να υπάρχουν δύο σημαντικές ανδρικές φιγούρες στη ζωή του παιδιού: ο πατέρας Γιώργος και ο θείος Μανώλης. Πώς διαμορφώθηκαν αυτές οι σχέσεις και ποιες διαφορετικές επιρροές ασκούνται στο παιδί από τον καθένα;

Αυτές οι δύο αντρικές φιγούρες λειτουργούν ως αλληλοσυμπληρωματικές — κάτι που δηλώνεται ξεκάθαρα και μέσα στο βιβλίο. Ένα από τα βασικά πρότυπα που έχει ένα παιδί σε κάθε οικογένεια είναι οι γονείς του: ο πατέρας και η μητέρα. Όταν όμως η γονεϊκή παρουσία είναι αδύναμη ή απούσα, το παιδί αναζητά υποκατάστατα πρότυπα στο πιο κοντινό του περιβάλλον, σε πρόσωπα με τα οποία έρχεται συχνά σε επαφή. Μεγάλωσα στη δεκαετία του ’80, όπως και πολλοί της γενιάς μου, χωρίς την καθημερινή παρουσία ενός πατέρα που να ανταποκρίνεται ουσιαστικά στις συναισθηματικές και ψυχολογικές μας ανάγκες. Παρατηρώ, ωστόσο, ότι σήμερα οι πατέρες είναι πιο κοντά στα παιδιά τους — πιο “παρόντες”. Δυστυχώς, εκείνη την εποχή, η έκφραση στοργής και αγάπης από την πλευρά του πατέρα θεωρούνταν ένδειξη αδυναμίας, ένα «σφάλμα» για το αρσενικό φύλο. Αν και αυτή η αντίληψη επιβιώνει ακόμη, ευτυχώς έχει αποδυναμωθεί σημαντικά.

Από τη θεατρική παράσταση ο “Λύκος”

Το θέμα της παχυσαρκίας του παιδιού σε νεότερη ηλικία, οι σχολιασμοί της μητέρας του για τους παχείς ανθρώπους και γενικά η επανειλημμένη αναφορά από εκείνη προς αυτό, ότι είναι ένα άσχημο παιδί, είναι έντονα. Ποιο είναι το μήνυμα που θέλεις να περάσεις σχετικά με την εικόνα του σώματος, τις κοινωνικές αντιλήψεις και την αποδοχή του εαυτού;

Σε πρώτο επίπεδο, θέλω να αναδείξω το πώς η εικόνα που διαμορφώνουμε για τον εαυτό μας – είτε θετική είτε αρνητική – χτίζεται πρωτίστως μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, και πιο συγκεκριμένα μέσα από τα λόγια και τις συμπεριφορές των ανθρώπων που μας αγαπούν και αγαπάμε. Όταν αυτά τα σχόλια, ιδιαίτερα για την εμφάνιση, προέρχονται από τους ίδιους μας τους γονείς, αποκτούν δυσανάλογα μεγάλη βαρύτητα – ειδικά στις παιδικές ηλικίες, όταν κάθε τους λέξη μπορεί να εγγραφεί βαθιά μέσα μας. Παράλληλα, ήθελα να θέσω ένα ερώτημα γύρω από τις κοινωνικές αντιλήψεις για την ομορφιά και το σώμα: Πώς καταφέραμε ένα τόσο βαθιά υποκειμενικό ζήτημα, όπως είναι η ομορφιά, να το μετατρέψουμε σε αντικειμενικό κριτήριο αξίας; Και γιατί αφήνουμε αυτό το κατασκευασμένο πρότυπο να καθορίζει την αυτοεκτίμηση, την κοινωνική αποδοχή ή την ευτυχία μας; 

Η μνήμη χαρακτηρίζει έντονα το έργο σου: ένας ήρωας παλεύει να κρατηθεί από τις αναμνήσεις του, ενώ ένας άλλος μοιάζει εγκλωβισμένος σε αυτές. Τελικά, τι είναι για σένα η μνήμη; Καταφύγιο ή παγίδα;

Η μνήμη για μένα είναι και τα δύο. Είναι καταφύγιο, γιατί μας επιτρέπει να επιστρέφουμε σε ό,τι αγαπήσαμε, να το διασώζουμε από τον χρόνο, να το ξαναζούμε με τον τρόπο της ψυχής. Αλλά είναι και παγίδα – γιατί ό,τι δεν ειπώθηκε, ό,τι δεν επουλώθηκε, συνεχίζει να επιστρέφει· κι αυτό το επιστρέφειν φθείρει. Οι ήρωες του έργου το νιώθουν αυτό: ο ένας κρατιέται από το παρελθόν για να μη χαθεί εντελώς, ο άλλος εύχεται πολύ βαθιά μέσα του να το ξεχάσει για να επιβιώσει. Η μνήμη, λοιπόν, δεν είναι απλώς αρχείο. Είναι ζωντανός οργανισμός. Μας καθορίζει, αλλά αν δεν προσέξουμε, μπορεί και να μας καταπιεί. 

Επέλεξες ένα συγκεκριμένο φινάλε. Ποια ήταν η σκέψη πίσω από αυτό το κλείσιμο; Ήταν πάντα αυτό το τέλος στο μυαλό σου ή διαμορφώθηκε κατά τη συγγραφή;

Αρχικά, είχα μια γενική ιδέα για την κατεύθυνση που ήθελα να πάρει η ιστορία, αλλά άφησα ανοιχτό το πώς θα καταλήξει, ώστε να μπορώ να ανταποκριθώ στις αλλαγές που επέβαλλαν οι ίδιοι οι χαρακτήρες καθώς εξελίσσονταν. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής, άρχισαν να αναδύονται θέματα που δεν είχα πλήρως συνειδητοποιήσει στην αρχή—όπως η έννοια της λύτρωσης, της σιωπής, της ευθύνης ή της ματαίωσης.

Πόσο καιρό σου πήρε να γράψεις αυτό το βιβλίο; Μετά από αυτή την ενδοσκοπική διαδρομή, υπάρχουν ήδη νέες ιδέες για επόμενα συγγραφικά εγχειρήματα που να αντλούνται από παρόμοιες θεματικές;

Ειλικρινά δεν θυμάμαι πόσο καιρό μου πήρε, θυμάμαι όμως που ξυπνούσα και κοιμόμουν με αυτή τη σκέψη. Όχι να το γράψω και να το προβάλλω, απλώς να το γράψω να το βγάλω από μέσα μου και να μην υπάρχει εντός μου. Με έτρωγε αυτός ο καημός. Σειρά έχουν κάποια θεατρικά που θέλω να εκδώσω με κοινό άξονα την ελληνική οικογένεια κι ίσως αν τα καταφέρω στοχεύω σε ένα νέο πεζογράφημα. Επιπλέον, είμαι ενεργός στο Instagram και το TikTok μέσα από τα κανάλια _theatrON , όπου μοιραζόμαστε ιστορίες, πρόσωπα και στιγμές του θεάτρου. Είναι μια νέα προσπάθεια, με σκοπό να κάνουμε τους ανθρώπους να αγαπήσουν ακόμη περισσότερο αυτόν τον μαγικό κόσμο.

Αν υπήρχε ένα βασικό μήνυμα που θα ήθελες να αποκομίσει ο αναγνώστης από το "Έναν Αύγουστο, παρακαλώ!", ποιο θα ήταν αυτό;

Πως, όσο κι αν προσπαθούμε να δραπετεύσουμε από τις πληγές μας, εκείνες μάς ακολουθούν — κι ο μόνος τρόπος να τις υπερβούμε είναι να τις κοιτάξουμε κατάματα. Κουβαλάμε τις πληγές μας σαν αόρατα τατουάζ· άλλοτε καίνε, άλλοτε απλώς βαραίνουν. Τις θάβουμε σε σιωπές, σε γέλια που μοιάζουν αληθινά, σε σχέσεις που δεν ακουμπάνε το μέσα μας. Μα όσο τις αγνοούμε, τόσο πιο ύπουλα φωλιάζουν. Δεν ζητούν λύπηση — μονάχα αναγνώριση. Να σταθούμε απέναντί τους, γυμνοί από άμυνες, και να πούμε: Σε βλέπω. Σε νιώθω. Μα δεν σε φοβάμαι πια. Γιατί μόνο όταν φωτίσουμε τα σκοτάδια μας, παύουν να μάς κυβερνούν. Κι έτσι, σιγά-σιγά, παύουν να είναι πληγές. Γίνονται ιστορίες. Γίνονται δύναμη.

Κώστα, σε ευχαριστούμε πολύ. 

Εγώ σας ευχαριστώ για τον χώρο και τον χρόνο που μου αφιερώσατε. 

 

Περίληψη

Το βιβλίο Έναν Αύγουστο, παρακαλώ! του Κωνσταντίνου Καφετζή, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γραφή, είναι μια νοσταλγική νουβέλα που εξερευνά τη βαθιά σύνδεση ανάμεσα στην παιδική ηλικία και την ενήλικη ζωή. Κεντρικός ήρωας είναι ένα παιδί που περνά τα καλοκαίρια του στην Κινέτα της δεκαετίας του ’80 και ο ενήλικος εαυτός του στο σήμερα, ο οποίος αναμετριέται με τις μνήμες, τα ψυχικά τραύματα, το άγχος της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, αλλά και με την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό της ταυτότητάς του. 

Η αφήγηση εναλλάσσεται αριστοτεχνικά ανάμεσα σε δύο χρονικά επίπεδα: 

Στο παρελθόν, το παιδί βιώνει ανέμελες καλοκαιρινές περιπέτειες στην Κινέτα: παιχνίδια στην παραλία, εξερευνήσεις του εξοχικού τοπίου, οικογενειακές στιγμές, παρατήρηση του κόσμου γύρω του και σταδιακή αποκάλυψη μυστικών —τόσο της οικογένειάς του όσο και των ανθρώπων του περιβάλλοντός του. Οι εικόνες αυτές, χρωματισμένες με χιούμορ, αθωότητα και μια λεπτή παιδική ειρωνεία, σκιαγραφούν μια Ελλάδα που αλλάζει, με νύξεις στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της εποχής. 

Στο παρόν, το παιδί έχει πλέον γίνει ένας άντρας κοντά στα σαράντα, ο οποίος διανύει έναν Αύγουστο στην Αθήνα. Η καθημερινότητά του είναι φαινομενικά απλή, μα διαφοροποιημένη από τους υπόλοιπους μήνες: ακούει μουσική, παρενοχλείται από μια μεγεθυμένη αυγουστιάτικη μύγα, κάνει έρωτα, συνδιαλέγεται με τους γείτονές του, συνομιλεί με τον εαυτό του. Μέσα από αυτές τις στιγμές, ανασκαλεύει τις παιδικές του αναμνήσεις, οι οποίες λειτουργούν ως ένας μηχανισμός αυτοθεραπείας και αυτογνωσίας —μια συνεχής απόπειρα κατανόησης του παρόντος μέσα από το πρίσμα του παρελθόντος. 

Το βιβλίο αποτελεί μια τρυφερή, συχνά αυτοσαρκαστική, ματιά στη διαδικασία του μεγαλώματος και της διαπαιδαγώγησης των παιδιών, στον μηχανισμό της μνήμης και της λειτουργίας του, στην απώλεια της αθωότητας και στην αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, αντιμετωπίζοντας τις φοβίες και τις εμμονές του. Το φινάλε αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση: δεν δίνει οριστικές απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα, μα προτείνει μια νέα, πιο ώριμη και ενσυνείδητη οπτική απέναντί τους.