«Έναν Αύγουστο, παρακαλώ!» : Μια Πρώτη Γεύση από τη Νουβέλα του Κωνσταντίνου Καφετζή
Αφού ταξιδέψαμε στον ψυχισμό του Κωνσταντίνου Καφετζή μέσα από την πρόσφατη συνέντευξή του https://www.citystatus.gr/selides/apo-ton-lyko-ston-aygoysto-i-ekseliktiki-poreia-toy-konstantinoy-kaphetzi, όπου μας μίλησε για τη μετάβασή του στην πεζογραφία και τα βαθιά νοήματα πίσω από το έργο του, ήρθε η στιγμή να βουτήξουμε ακόμα πιο βαθιά στον κόσμο της νουβέλας του "Έναν Αύγουστο, παρακαλώ!".
Όπως μας αποκάλυψε ο ίδιος, το βιβλίο αποτελεί ένα νοσταλγικό ταξίδι στην παιδική αθωότητα, στην αναζήτηση της μνήμης και στην αντιμετώπιση του ψυχικού τραύματος, με φόντο το ελληνικό καλοκαίρι και τη ζέστη του Αυγούστου. Η ιστορία του παιδιού που γίνεται ενήλικας, η αέναη παρουσία της "μύγας" ως σύμβολο, και οι σχέσεις που διαμορφώνουν την προσωπικότητα, όλα συνθέτουν ένα αφήγημα που αγγίζει την καρδιά και τον νου.
Σας προσκαλούμε να ανοίξετε τις "ΣΕΛΙΔΕΣ" του "Έναν Αύγουστο, παρακαλώ!" και να πάρετε μια πρώτη γεύση από την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, το λυρικό ύφος και τους χαρακτήρες που θα σας παρασύρουν. Αποσπάσματα επιλεγμένα με προσοχή, για να σας ταξιδέψουν στον κόσμο του Κωνσταντίνου Καφετζή και να σας προετοιμάσουν για την ολοκληρωμένη ανάγνωση της νουβέλας.
Καλή ανάγνωση και καλό "ταξίδι" στον Αύγουστο!
«Κάθε χρόνο που άρχιζε το καλοκαίρι, το παιδί μαζί με τους γονείς του πήγαιναν στο εξοχικό τους στην Κινέτα. Το καλοκαίρι για το παιδί κρατούσε τριανταμία μέρες, όσο δηλαδή κι ο μήνας Αύγουστος. Γιατί καλοκαίρι είναι μόνο όταν είσαι στην εξοχή, κοντά στη θάλασσα· το υπόλοιπο του καλοκαιριού δε λέγεται καλοκαίρι, λέγεται ταλαιπωρία.»
«Είκοσι λεπτά μετά το τέλος της συγκολύμβησης κάθισε στο πρώτο σκαλοπάτι της σκάλας, κοιτάζοντάς τον συγκολυμβητή του να τσαλαβουτάει με είκοσι δύο δρασκελιές, τα τριάντα εννέα σκαλοπάτια που έφτιαχναν ένα ποτάμι-σκάλα κι ύστερα το κατώφλι.
Ήταν νέος. Δε φοβότανε τον χρόνο. Ο χρόνος φοβάται εκείνον. Μήπως του σταθεί λίγος. Είχε τόσα πράγματα να κάνει. Να μάθει και να δει.
Άραγε θα τον ξανάβλεπε;»
«Προς το παρόν, διπλώνει τη δική του ελευθερία στα πολύχρωμα μπλουζάκια που πουλάει. Τη στοιβάζει μαζί με αυτά και φτιάχνει ολόισιες σειρές, δίνοντας χρώμα στην ανεξαρτησία του. Την κρεμάει ίσια και απαράλλαχτα μαζί με τα εσώρουχα και τις κάλτσες. Τη χώνει μέσα στα καπέλα και τη φοράει στις κούκλες-μοντέλα. Τους μιλάει. Κι ύστερα ταξιδεύει με τη φαντασία του. Ελεύθερα. Σε όλο το κυκλαδίτικο Αιγαίο.»
«Τι όμορφο να έχεις φίλους και να σε προσέχουν.
Να σε πηγαίνουν βόλτα στο φεγγάρι και να σου λένε πώς θα
είναι η ζωή σου στο μέλλον. Να τους δείχνεις πράγματα
που δεν ξέρουν και να μαθαίνεις και εσύ από αυτούς.
Να μαγειρεύεις και να τους καλείς να έρθουν να φάτε παρέα.
Να σου λένε: «Τι νόστιμο φαγητό που έφτιαξες. Μπράβο!» Και να χαίρεσαι που ευχαριστήθηκαν. Τους εμπιστεύεσαι τα πιο βαθιά σου πράγματα και εκείνοι σε ακούνε με προσοχή και προσπαθούν να σε καταλάβουν.»
«Ο συνδρομητής ήταν εκτός δικτύου από το πρωί.
Όλοι οι συνδρομητές ήταν εκτός δικτύου από το πρωί.
Τώρα βρίσκεται σε κάποιο σημείου τού σπιτιού του.
Οι άλλοι σε κάποιο σημείο της Ελλάδος.
Άδικη μοιρασιά και πάλι.
Ο απογευματινός καφές ήταν τόσο μαύρος και πικρός,
όσο ήταν εκείνη η νύχτα στο εξοχικό.
Άνοιξε την μπαλκονόπορτα, μήπως και μπει λίγος αέρας κι η λάβα του καλοκαιριού τού έκαψε το πρόσωπο.
Όσο προχωράει ο Αύγουστος, γίνεται πιο ατίθασος κι
άγριος. Αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα.»