Συνέντευξη με τον ποιητή Γιάννη Μανίκα

Συνέντευξη με τον ποιητή Γιάννη Μανίκα

Ο Γιάννης Μανίκας είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου που έχω την τιμή  να γνωρίζω πολλά χρόνια- για την ακρίβεια από τη μαθητική του ζωή. Αντιρρησίας συνείδησης, ξεχωριστός, εριστικός συχνά, μα ποτέ βαρύθυμος, αμφισβητεί κι αναθεωρεί τον κόσμο ολόκληρο και τα δαιδαλώδη συστήματά του μέσα από μια ματιά σχεδόν εφηβική: επαναστατική και ταυτόχρονα στοργική. Όπως οφείλει να κάνει ένας γνήσιος ποιητής. Η γενναιοδωρία της έκφρασης του, η ανάγκη να προσφέρει, η τρυφερότητα και το ανάστημά του απέναντι στα δυσνόητα της ζωής καταδεικνύουν την ποιότητα του ήθους του και την ισχυρή σε νοήματα πένα του. Ο Γιάννης ζει κι αναπνέει για την Τέχνη, για τη δημιουργία. Και μέσω αυτής έχει ταξιδέψει σε μέρη που λίγοι ταξιδεύουν κι έχει μάθει στα αλήθεια –κι αυτό το ξέρω καλά προσωπικά -να αγαπάει σαν σκύλος...

Γιάννη θα ήθελα να μας πεις λίγα λόγια για την ποιητική σου συλλογή με τίτλο «Φευγιό» που εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2020 από τις εκδόσεις «Άνεμος».

Πρόκειται για το πρώτο μου επίσημο έργο ως συγγραφέας. Έχει ενδιαφέρον που το αναφέρεις ως ποιητική συλλογή, επειδή ακριβώς σε μεγάλο βαθμό είναι. Επί της ουσίας πρόκειται για κάποιες μικρές ιστορίες, οι οποίες διέπονται από μία έντονη ποιητικότητα. Η θεματολογία του βιβλίου ασχολείται με την έννοια της απώλειας. Όχι τόσο του θανάτου, αλλά κατά βάση με τους κύκλους της ζωής που κλείνουν και το πως το διαχειρίζεται ο καθένας. Πρόκειται για ένα ζήτημα που σπάνια μιλάει κανείς και όμως είναι ένα από τα φλέγοντα ζητήματα στην ζωή του καθενός.

Το δίστιχο που στέκεται ως υπότιτλος της συλλογής σου(«Πάντα μας μαθαίνανε να μετράμε, αλλά ποτέ να ζυγίζουμε…») τι σημαίνει για σένα και γιατί το επέλεξες;

Η συγκεκριμένη φράση είναι ίσως το απόσταγμα του βιβλίου. Αν κάποιος κατανοήσει εις βάθος αυτή την φράση, σε μεγάλο βαθμό έχει κατανοήσει και το βιβλίο. Για μένα είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας μας. Το τι μας πέρασαν σαν νοοτροπία, δυστυχώς, οι παλιότερες γενιές όπου έζησαν μέσα σε μια επίπλαστη ευτυχία. Ευτυχώς όσο περνάει ο καιρός βλέπω όλο και περισσότερους ανθρώπους να ζυγίζουν τις καταστάσεις και να πράττουν με βάση την ουσία του πράγματος και όχι με το περιτύλιγμα. Σαν κάπως να καθαρίζει ο ουρανός.

Πότε ξεκίνησες να γράφεις ποιήματα; 

Αν θυμάμαι καλά, έκανα τις πρώτες μου ποιητικές απόπειρες στα χρόνια του γυμνασίου. Ήταν άλλωστε και από τις πρώτες φορές εκείνα τα χρόνια που ερχόμουν σε επαφή με το έργο διαφόρων ποιητών, Ελλήνων και ξένων. Εκεί αμέσως κατάλαβα ότι ανήκω σε αυτόν τον χώρο, τουλάχιστον σε συναισθηματικό επίπεδο, τόσο ως αναγνώστης όσο και ως δημιουργός.

Μέσα από την ανάγνωση των ποιημάτων σου διαφαίνεται η αγάπη σου για τον μεγάλο Τάσο  Λειβαδίτη. Είναι εύστοχη η παρατήρησή μου ή κάνω λάθος;

Σαφώς και είναι ένας από τους αγαπημένους μου και τον έχω ξεχωρίσει. Είναι πολύ εύστοχη η παρατήρησή σου και χαίρομαι που κατάφερα να φαίνονται έστω κάποιες από τις επιρροές μου χωρίς να αντιγράφω ή να περπατάω τον δικό τους δρόμο. Έτσι κι αλλιώς παρθενογένεση δεν υφίσταται, οπότε το πιο σημαντικό όπλο ενός καλλιτέχνη είναι οι επιρροές του. Και μέσα από αυτό φαίνεται και πόσο έχει κοπιάσει μέχρι να φτάσει στο σημείο να παράξει κάποιο έργο. Ειδικά ο Λειβαδίτης ανήκει στους ποιητές που έφεραν την ποίηση στα χείλη του λαού. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι εκείνος έχει γράψει τους στίχους από το αριστουργηματικό τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, Βρέχει στην Φτωχογειτονιά μου. Πρόκειται για μία σπάνια περίπτωση σε παγκόσμιο επίπεδο.

Επειδή τυγχάνει να σε γνωρίζω αρκετά καλά κι έχω την τιμή να έχω στην κατοχή μου ανέκδοτες δουλειές σου, υπήρξε μεγάλη επιρροή για εσένα η πρώτη σoυ επαφή με το έργο του Νίτσε, εννοιολογικά ή αισθητικά;

Ναι η περίοδος που ξεκίνησα να διαβάζω το έργο του Νίτσε ήταν καθοριστική. Όχι τόσο ως προς την γραφή ή την οπτική πάνω στα πράγματα. Αυτό που μου έχει μείνει από την πρώτη μου επαφή με το έργο του εκείνη η ένταση που ένιωσα τόσο σε νοητικό όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο. Κάνοντας μία αναδρομή, πιστεύω ότι το έργο του μου διεύρυνε τους ορίζοντες και με έκανε να δω πράγματα που δεν ήθελα να παραδεχτώ ούτε σε εμένα τον ίδιο. Αναμφισβήτητα τον θεωρώ μία τεράστια σχολή!

Ξέρω επίσης πως γνωρίζεις μουσική, παίζεις και συνθέτεις. Ποιος ο δεσμός της ποίησης με την μουσική κατά τη γνώμη σου;

Θεωρώ άρρηκτο τον δεσμό αυτών των δύο. Βρισκόμαστε σε μία χώρα όπου ακόμη και οι στιχουργοί είναι του βεληνεκούς των ποιητών μας. Είμαστε από τις εξαιρέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο ως προς το πάντρεμά τους. Επιπλέον η ποίηση είτε έμμετρη είτε άμετρη, είτε με ομοιοκαταληξία, είτε χωρίς, διέπεται από έναν εσωτερικό ρυθμό. Δεν γίνεται να διαβάσεις ένα ποίημα με τον τρόπο που διαβάζεις ένα πεζό κείμενο. Μην ξεχνάμε εξάλλου τον Όμηρο και το έργο του. Και η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι δύο ποιητικά έργα όπου εκείνη την εποχή δεν τα διάβαζαν απλώς, αλλά τα τραγουδούσαν ουσιαστικά. Αυτό νομίζω είναι ένα πολύ δυνατό παράδειγμα για να καταλάβουμε ότι η ποίηση πάει και τρυπώνει παντού και είναι παντού, σε κάθε τέχνη! Επίσης μην ξεχνάμε τραγουδοποιούς όπως ο Μπομπ Ντύλαν και ο Λέοναρντ Κοέν, δύο ποιητές που έντυσαν το έργο τους με μουσική προκειμένου να μπορέσουν να απευθυνθούν σε ένα πιο ευρύ κοινό.

Αν σου ζητούσα να ορίσεις την ποίηση, τί θα μου απαντούσες; Το βίωμα έχει σημαίνοντα ρόλο στην ποιητική δημιουργία;

Νομίζω πως τα πράγματα ως προς τον ορισμό. Εσύ ειδικά όντας και φιλόλογος, αλλά και ως ποιητής, θα το καταλάβεις ακόμη πιο εύκολα. Η ποίηση προκύπτει ως λέξη από το ρήμα ποιέω-ποιώ που σημαίνει δημιουργώ. Οπότε για μένα ποίηση είναι οτιδήποτε συμβαίνει με τρόπο δημιουργικό και όχι απλά διεκπεραιωτικό. Η ποίηση είναι κατάσταση και όχι αποτέλεσμα. Είναι τρόπος ζωής. Ποιητής είναι ο φούρναρης, ο ξυλουργός, ο οποιοσδήποτε. Και φυσικά περισσότερο από όλους οι μητέρες. Αν δεν υπήρχε ποίηση δεν θα υπήρχε ζωή. Και πιστεύω ότι ποιήματα είναι απλώς οι λέξεις και τα νοήματα πάνω στα οποία αποτυπώνονται τα όσα συμβαίνουν και βιώνουμε. Αν δεν υπάρχει βίωμα δεν υπάρχει και ποίηση.

Ο όρος «στρατευμένη τέχνη» έχει αξία για σένα;

Η αλήθεια είναι πως η συγκεκριμένη οπτική στα πράγματα δεν μου ταιριάζει ιδιαίτερα. Σίγουρα ο κάθε άνθρωπος ακολουθεί τον προσωπικό του ηθικό κώδικα, αλλά όσο πιο πολύ διατυμπανίζεις κάτι χωρίς ουσιαστικές πράξεις, τόσο περισσότερο αυτό φθείρεται παρά εξαπλώνεται. Αυτό που με νοιάζει κυρίως είναι να ανακαλύπτω δημιουργούς και έργα που με κάνουν καλύτερο άνθρωπο, πράγματα που με σπρώχνουν μπροστά και φρεσκάρουν τον τρόπο που βλέπω και αντιμετωπίζω την ζωή.

Παρατηρώ πως αγαπάς τα ελεύθερα μέτρου ποιήματα. Αυτό συμβαίνει ασυνείδητα  ή μήπως συνιστά φόρο τιμής στην ποιητική τακτική κάποιου ποιητή; Πόσο απελευθερωτικό ή περιοριστικό είναι να γράφει κανείς ελεύθερα;

Επειδή τυγχάνει να είμαι στιχουργός, όπου εκεί τα πράγματα είναι πολύ πιο συγκεκριμένα, προτιμώ να γράφω ελεύθερα για να έχω ποικιλία και στους τρόπους γραφής μου. Δεν έχει να κάνει με την τεχνική κάποιου. Αν ασχοληθεί κανείς με την στιχουργική, στην αρχή θα ζοριστεί πολύ από τους κανόνες που υπάρχουν και δεν θα μπορεί να βγάλει κάποιο αποτέλεσμα που να τον ικανοποιεί. Μέσα από την τριβή με αυτό το είδος γραφής καταλαβαίνεις ότι όσο περιορίζεσαι τόσο πιο ελεύθερος είσαι. Γιατί πρέπει να βρεις άλλες λέξεις και δρόμους ώστε να πεις αυτό που θες. Γίνεσαι πιο ευφάνταστος ως δημιουργός. Ο μόνος περιορισμός στην τέχνη είναι εκείνος του μυαλού. Και αυτό είναι που οφείλει ο εκάστοτε καλλιτέχνης να ξεκλειδώσει.

Η ποίηση σου είναι βαθιά υπαινικτική. Ποια η σημασία του υπαινιγμού στην ποίηση γενικότερα; Μήπως κάποιες φορές την καθιστά δυσνόητη;

Αυτή είναι μία πολύ όμορφη ερώτηση! Κοίτα, σίγουρα το κάθε ποίημα έχει πολλά επίπεδα  ανάγνωσης, είναι στην φύση τους. Δηλαδή και τίποτα να μην θες να υπαινιχτείς, ο αναγνώστης θα ψάξει να βρεις τι θες να πεις στον εκάστοτε στίχο. Ενώ εσύ το μόνο που θες να πεις είναι αυτό ακριβώς που έχεις γράψει και τίποτα περισσότερο. Θεωρώ πως η ποίηση, τόσο η δική μου, όσο και άλλων ποιητών, είναι τόσο δυσνόητη όσο δυσνόητος είναι και ο εκάστοτε αναγνώστης όταν επικοινωνεί με τους γύρω του ή τον εαυτό του. Οπότε θεωρώ πως όλα έχουν να κάνουν με την σχέση του αναγνώστη με το έργο που διαβάζει. Είναι κάτι πολύ προσωπικό και ιερό αυτό.

Στους δύσκολους καιρούς μας ποιος είναι ο ρόλος και η δυναμική του σύγχρονου ποιητή; Είναι επώδυνο θεωρείς το ταξίδι της συγγραφής και δη της ποιητικής δημιουργίας;

Εδώ τώρα ανοίγει ένα ζήτημα για το οποίο θα μπορούσα να μιλάω για ώρες. Χρειάζεται μία συνέντευξη μόνο και μόνο για αυτή την ερώτηση. Όπως είχε πει και ο Φρόιντ «Όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί». Εδώ καταλαβαίνεις πως η ποίηση είναι πάντοτε επίκαιρη και είναι μία τέχνη που ζει μέσα στην κοινωνία και παράγεται μέσα από αυτήν και όχι κάτι το αποστειρωμένο που αφορά 5-6 άτομα όλα και όλα. Γενικά είναι πολύ παρεξηγημένη τέχνη. Όσον αφορά την ιδιότητα του συγγραφέα, εδώ πρόκειται για κάτι αληθινά επώδυνο. Ας μιλήσουμε ξεκάθαρα και ευθέως. Είναι ένα επάγγελμα που ολόκληρη η κοινωνία το αντιμετωπίζει ως χόμπι. Όπως γίνεται και στις περισσότερες τέχνες. Θα πρέπει να μην μπορείς να ζήσεις δίχως αυτό για να μπορείς να έχεις διάρκεια. Ειδικά αν σκεφτείς ότι χρειάζεται παράλληλα να εργάζεσαι σε δουλειές που δεν σε αφορούν καν ως άνθρωπο, τότε εκεί η κατάσταση γίνεται ζοφερή. Προσωπικά, έπαθα μεγάλο σοκ όταν συνειδητοποίησα ότι την επόμενη μέρα από την επίσημη κυκλοφορία του βιβλίου μου, εγώ ήμουν υποχρεωμένος να πάω σε μία δουλειά που δεν με γεμίζει και ότι δεν έχω την δυνατότητα να βιοποριστώ από αυτό. Εκεί σου κόβονται τα πόδια. Ωστόσο, είναι τέτοιο το μεράκι που δεν σε αφήνει να τα παρατήσεις. Και εκεί ακριβώς κρύβεται όλη η γοητεία. Ωστόσο καλό θα ήταν ως κοινωνία να μην λέμε το μαύρο άσπρο και να πατάμε πάνω στην επιμονή ορισμένων ανθρώπων ώστε να καλύψουμε το χαμηλότατο επίπεδο που υπάρχει. Αν κάποιος δει εικόνες από το σπίτι όπου πέθανε ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς, στην Πλάκα, δεν θα πιστεύει στα μάτια του. Εγκαταλελειμμένο και γεμάτο μουντζούρες από ανθρώπους που δεν έχουν ούτε την ελάχιστη παιδεία να σεβαστούν ορισμένα πράγματα. Και δεν το λέω τόσο περί Έθνους και πατρίδας. Μετά από αυτό, εγώ προσωπικά, σε επίσημο επίπεδο για το επάγγελμα αυτό δεν περιμένω σχεδόν τίποτα.

Έχεις κάποιους ποιητές που αγαπάς ιδιαιτέρως;

Ναι έχω αρκετούς ποιητές που λατρεύω και με εντελώς διαφορετικό τρόπο γραφής ο καθένας. Μου είναι αδύνατον σχεδόν να τους αναφέρω όλους έναν προς έναν. Ωστόσο ενδεικτικά μπορώ να σου αναφέρω φυσικά τον Καβάφη που τον θεωρώ μέσα στους τρεις  κορυφαίους ποιητές που πέρασαν από αυτόν τον κόσμο. Από εκεί και πέρα, κάποιοι άλλο αγαπημένοι είναι ο Τίτος Πατρίκιος, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Αλέξανδρος Ίσαρης και ο Γιάννης Λειβαδάς, τον οποίο συγκεκριμένα τον έμαθα μέσα από εσένα και ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο για εμένα αυτό.

Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια; Σκοπεύεις να εκδόσεις και άλλη ποιητική συλλογή; Υπάρχει κοινό που αγαπά την ποίηση θεωρείς;

Αυτή την στιγμή ετοιμάζω την πρώτη αμιγώς ποιητική μου δουλειά, η οποία ευελπιστώ να κυκλοφορήσει μέσα στους επόμενους 2 μήνες περίπου. Αυτή την φορά θα είναι αποκλειστικά στίχοι και ποιήματα και δεν θα κρύψω την ποιητικότητα μέσα στον πεζό λόγο. Πρόκειται για μία δουλειά που ανυπομονούσα χρόνια να γίνει και ειδικά με τον τρόπο που θα γίνει, καθώς μέσα στο βιβλίο αυτό θα συμμετέχει ο καλός μου φίλος και συγγραφέας Αλέξανδρος Παύλου με την ιδιότητα του φωτογράφου, αλλά και ο κολλητό μου φίλος και ζωγράφος Αλέξανδρος Τουρνάκης, ο οποίος θα επιμεληθεί το εξώφυλλο. Θα είναι μία δουλειά που μέσα της θα περικλείει όσα αγάπησα και όσα με πόνεσαν και όσα με έκαναν αυτό που είμαι. Θα ήταν ωραία αντί για ταυτότητα να μπορώ να δείχνω στίχους και ποιήματά μου. Θα ένιωθα πιο άνετα. Βεβαίως και υπάρχει κοινό που αγαπάει την ποίηση. Για όλα υπάρχει χώρος. Το θέμα είναι που κοιτάς, που ψάχνεις να βρεις κοινό και πάνω από όλα αν έχει παρωπίδες. Αν λειτουργείς με αυτές, τότε αυτό το κοινό δεν πρόκειται να το βρεις ποτέ μάλλον.

Όπως έκανα και με κάποιον ομότεχνό σου προσφάτως  -γιατί δεν υπάρχει ιδανικότερο επιμύθιο πιστεύω- αν σου ζητούσα να διαλέξεις κάποιους στίχους σου  που αγαπάς ιδιαιτέρως ,ποιοι  θα ήταν αυτοί και για ποιόν λόγο;

Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση. Στην πραγματικότητα αυτή η απάντηση τροποποιείται συχνά, γιατί αλλάζουμε εμείς. Υπάρχει όμως ένας στίχος μου που δεν θεωρώ και κάτι το σπουδαίο, αλλά εμένα με αντιπροσωπεύει πολύ, ειδικά το τελευταίο διάστημα. Αυτός ο στίχος λέει, «αχ πόσο θα ήθελα να ήμουν σκύλος». Ίσως είναι χαζός και κακός στίχος. Όμως εμένα με διαπερνά κάθε φορά που τον θυμάμαι. Είναι τέτοια η βιαιότητα των ρυθμών της σύγχρονης ζωής που αν κοιτάξεις έναν σκύλο και το πως εκείνος φέρεται και αντιμετωπίζει την ζωή, είναι κάτι που μπορεί να σε αποστομώσει. Και αναφέρομαι συγκεκριμένα στην ανιδιοτελή τους αγάπη, στο πόσο πιστά πλάσματα είναι και στην χαρά που κάνουν μόλις σε δουν. Νομίζω αυτά είναι πράγματα που θα έπρεπε να διδάσκονται σε όλα τα σχολεία. Ναι το πιστεύω, μακάρι να ήμασταν σκύλοι στην αγάπη.