Στο φως του Ρίγκελ: μια συνομιλία με τον Δαμιανό Αγραβαρά
Ο Δαμιανός Αγραβαράς γεννήθηκε το 1996 στον Πειραιά. Είναι ιστορικός, κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία και Ιστορία της Τέχνης» από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον την πολιτιστική ιστορία του 20ου αιώνα. Από τον Οκτώβριο του 2021 εργάζεται στο Αρχείο της ΕΡΤ. Ασχολείται με την πεζογραφία και τη θεατρική γραφή. Το 2015 συμμετείχε στο πρώτο στούντιο συγγραφής θεατρικού έργου του Εθνικού Θεάτρου και το 2016 πήρε μέρος στο Εργαστήριο Νέων Θεατρικών Συγγραφέων του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης». Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (Χάρτης, Θράκα, σαλιγκάρι, CultureBook, Περί Ου, Fractal). Από τις εκδόσεις Συρτάρι κυκλοφορούν η συλλογή διηγημάτων του «Πέτα μακριά, Πέπε» (Οκτώβριος 2023) και η νουβέλα του «Ρίγκελ» (Απρίλιος 2025).
Πώς γεννιέται μια ιστορία μέσα σου; Έρχεται πρώτα ένας χαρακτήρας, μια εικόνα ή μια ανάγκη;
Καταρχάς θα ήθελα να σε ευχαριστήσω πολύ για αυτή τη συνέντευξη. Τις περισσότερες φορές ξεκινώ να γράφω με έναυσμα μια εικόνα και στην συνέχεια δημιουργώ γύρω της τους χαρακτήρες, την πλοκή, την ιστορία. Για παράδειγμα, ξεκίνησα να γράφω το διήγημα «Πού πάνε τα περιστέρια όταν πεθαίνουν;» της πρώτης συλλογής διηγημάτων μου «Πέτα μακριά, Πέπε» (εκδ. Συρτάρι, 2023) έχοντας στο μυαλό μου τη συγκεκριμένη εικόνα: μερικά πούπουλα παρασέρνονται από ένα αυτοκίνητο και χορεύουν για λίγο στον αέρα. Ακολούθησα τη συγκεκριμένη εικόνα και σύντομα γεννήθηκε η ιστορία ενός άνδρα που έχει μόλις χωρίσει από την αγαπημένη του, φεύγει πληγωμένος με το αυτοκίνητο και πατά κατά λάθος ένα περιστέρι.
Πόσο σε επηρεάζει η προσωπική αναγνωστική σου εμπειρία στη δημιουργία των δικών σου χαρακτήρων;
Θεωρώ πως με επηρεάζει ασυναίσθητα. Προσπαθώ να πλάθω τους χαρακτήρες μου χωρίς εξωτερικά ερεθίσματα αλλά σίγουρα συγγραφείς που θαυμάζω όπως η Λουσία Μπερλίν, ο Ρέιμοντ Κάρβερ, ο Παύλος Μάτεσις, η Αλεξάνδρα Κ* λειτουργούν σαν οδηγοί στη χαρτογράφηση νέων ηρώων στις ιστορίες μου χωρίς να το καταλαβαίνω.
Πότε νιώθεις ότι έχεις τελειώσει με ένα βιβλίο; Υπάρχει τέλος ή απλώς σταματάς να παλεύεις μαζί του;
Πολύ δύσκολη ερώτηση και μακάρι να μπορούσα να σου απαντήσω με σιγουριά. Κάποια στιγμή απλώς σταματάς να σβήνεις και να γράφεις, στο πέμπτο, έκτο, εικοστό πρώτο πέρασμα. Νομίζω όμως πως το βιβλίο τελειώνει πραγματικά μόλις κυκλοφορεί. Παύουν οι διορθώσεις και οι προσθήκες της τελευταίας στιγμής μιας και το κείμενο έχει πια τυπωθεί. Το βιβλίο ξεκινά το νέο του ταξίδι με τους αναγνώστες, παύει να είναι αποκλειστικά δικό σου κτήμα.
Αν η λογοτεχνία ήταν όχημα, τι θα ήταν για σένα: βαν, ποδήλατο ή αερόστατο; Ή οτιδήποτε άλλο.
Διαστημόπλοιο μιας και στο «Ρίγκελ» ο νυχτερινός έναστρος ουρανός, οι πλανήτες κι οι αστερισμοί παίζουν κεντρικό ρόλο στη σύνθεση των ηρώων και την ιστορία.
Πώς ήρθε η ιδέα του Ρίγκελ;
Όλα ξεκίνησαν από μια εικόνα που γεννήθηκε στο μυαλό μου: Μια καλόγρια με γυαλιά ηλίου να οδηγεί ένα αυτοκίνητο για ώρα. Ακολούθησα τη συγκεκριμένη εικόνα και έχτισα γύρω της την ιστορία των δύο χαρακτήρων.
Τι σημαίνει για σένα ο τίτλος Ρίγκελ; Πότε προέκυψε: στην αρχή ή στο τέλος της συγγραφής;
Πρακτικά Ρίγκελ ονομάζεται ο φωτεινότερος αστέρας στον αστερισμό του Ωρίωνα. Γράφοντας ήξερα πως ο αστερισμός του Ωρίωνα θα έχει ιδιαίτερη σημασία για τον έναν από τους δύο βασικούς χαρακτήρες. Δεν ήθελα όμως να δώσω το όνομα του αστερισμού, ένας αστέρας θεωρώ πως είναι συμβολίζει καλύτερα τον οδηγό που κινεί και συντροφεύει τους ήρωες στο ταξίδι τους. Τα ονόματα των άλλων δύο αστέρων που σχηματίζουν τον Ωρίωνα είναι Μπελλατρίξ και Μπετελγκέζ και έτσι το Ρίγκελ, ως το πλέον εύηχο, έμοιαζε η πιο ασφαλής και λογοτεχνική επιλογή για τον τίτλο της νουβέλας. Παράλληλα, ίσως να γίνεται και ένας «φωτεινός» οδηγός για εμένα ως συγγραφέα.
Η αφήγηση εναλλάσσει το παρόν με τις αναμνήσεις. Πώς δούλεψες αυτή τη χρονική ροή ώστε να είναι φυσική;
Ήθελα να δουλέψω με διαφορετικούς τρόπους αφήγησης στη συγκεκριμένη νουβέλα σε μια προσπάθεια να εξελιχθώ συγγραφικά από τα διηγήματά μου. Χρησιμοποίησα πρωτοπρόσωπη, δευτεροπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, επιστολές, διάλογο σε μια προσπάθεια να εκπλήξω τόσο το συγγραφικό εαυτό μου όσο και τον αναγνώστη. Με αυτό τον τρόπο επιστρέφουμε στις αναμνήσεις της Ερασμίας μέσα από τις επιστολές της ή τους εφιάλτες της και μαθαίνουμε περισσότερα για το παρελθόν του Μίλτου από ένα δικό του εφιάλτη, τις σκέψεις και σπαράγματα της ερωτικής του ιστορίας που εγκιβωτίζονται στην αφήγηση. Η αλήθεια είναι πως ήταν μια πρόκληση η συγκεκριμένη οργάνωση των κεφαλαίων και το κείμενο πέρασε από πολλές μορφές και διορθώσεις έως ότου λάβει την τελική του μορφή.
Το στοιχείο της φυγής επανέρχεται στο έργο σου. Είναι για εσένα τρόπος επιβίωσης ή αντίστασης;
Ορισμένες φορές η φυγή συνδυάζει την επιβίωση με την αντίσταση. Δεν θεωρώ πως σημαίνει «εγκατάλειψη» αλλά περισσότερο διεκδίκηση της ελευθερίας, όπως στην περίπτωση των δύο ηρώων του «Ρίγκελ».
Τι ελπίζεις να μείνει στον αναγνώστη αφού τελειώσει το βιβλίο;
Ελπίζω να έχει κάνει ένα όμορφο ταξίδι παρέα με την Ερασμία και το Μίλτο.
Ποια σκηνή από το βιβλίο θεωρείς πιο «σιωπηλά δυνατή» και γιατί;
Η σκηνή στη λίμνη όπου οι δύο ήρωες έρχονται πιο κοντά πετώντας μερικές πέτρες στο νερό.
Πες μου ένα πράγμα που θα πρόσθετες στο βιβλίο σου και ένα που θα αφαιρούσες;
Αμέτρητα πράγματα θα αφαιρούσα και άλλα τόσα θα προσέθετα μιας και όποτε επιστρέφω σε παλαιότερα κείμενά μου εντοπίζω φλυαρίες ή λάθη. Αυτό όμως είναι λογικό μιας και όσο περισσότερο γράφεις τόσο περισσότερο εξελίσσεσαι (θέλω να ελπίζω).
Η θρησκεία και η ταυτότητα εμφανίζονται ως αφορμές φυγής. Πώς προσέγγισες αυτά τα θέματα χωρίς διδακτισμό;
Νομίζω πως λειτουργούν ως αφορμές φυγής σε πρώτο επίπεδο, στην ουσία όμως οι ήρωες του «Ρίγκελ» διεκδικούν να είναι ελεύθεροι. Η ελευθερία, δυστυχώς, έχει γίνει ζητούμενο στις ιδιαίτερα ταραγμένες εποχές που ζούμε. Φασιστικές και ακροδεξιές δυνάμεις σχηματίζουν κυβερνήσεις ή είναι δεύτερες σε δημοσκοπήσεις στις χώρες της Δύσης, κεντροδεξιές, ακόμη και κεντροαριστερές δυνάμεις (όπως στη Δανία) υιοθετούν πολιτικές μισαλλοδοξίας, κεκτημένα δικαιώματα τίθενται υπό αμφισβήτηση, οι ελευθερίες μας περιορίζονται. Είχαμε μεγάλη υποχώρηση στην ελευθερία αυτοδιάθεσης του σώματος των γυναικών στις Η.Π.Α. για παράδειγμα. Οι φρικτές γυναικοκτονίες στην Ελλάδα ολοένα και αυξάνονται. Γενικότερα κάθε τι διαφορετικό, είτε πρόκειται για διαφορετικό χρώμα δέρματος, διαφορετική σεξουαλική ταυτότητα, διαφορετική θρησκεία, διαφορετική καταγωγή, διαφορετική οικονομική κατάσταση, διώκεται. Βλέπουμε μια γενοκτονία σε εξέλιξη στην Παλαιστίνη με παιδιά να λιμοκτονούν και να δολοφονούνται την ώρα που προσπαθούν να βρουν λίγη τροφή. Ο Τραμπ εξετάζει τρόπους για να ανατραπεί η αυτοδιοίκηση της Ουάσιγκτον θέτοντας την αμερικανική πρωτεύουσα υπό τον άμεσο ομοσπονδιακό έλεγχο με απώτερο στόχο να αρχίσει να διώκει τους άστεγους της αμερικανικής πρωτεύουσας, στιγματίζοντάς τους ως εγκληματίες αντί να βελτιώσει τις οικονομικές πολιτικές που γεννούν ανισότητα και οδηγούν ολοένα και περισσότερους ανθρώπους στην αστεγία. Τα μέλη της τρανς κοινότητας βιώνουν μια ανεπανάληπτη επίθεση από ηγέτες κρατών και επίσημους φορείς, μετανάστες πνίγονται στη Μεσόγειο, queer άτομα δέχονται επιθέσεις από τραμπούκους στον ΗΣΑΠ της Αθήνας ή στο κέντρο της πλατείας Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη. Όσοι, όσες και όσ@ γράφουμε δεν γίνεται να μένουμε αμέτοχοι μπροστά στη φρίκη και για αυτό προσπάθησα να προσεγγίσω τα ζητήματα της θρησκείας και της ταυτότητας μέσα από το «Ρίγκελ» με λογοτεχνικό τρόπο και όχι με τη λογική της δοκιμιακής γραφής. Έτσι μια καλόγρια σπάει τη νόρμα των φανατικών ελληνορθόδοξων χριστιανών που στάζουν μισαλλοδοξία και εξαπολύουν πύρινους λόγους εναντίον των μελών της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και προσεγγίζει με αγάπη, κατανόηση και σεβασμό τη διαφορετικότητα.
Υπάρχει κάποια αληθινή ιστορία που ενέπνευσε την ιστορία της Ερασμίας ή του Μίλτου;
Όχι δεν βασίστηκα σε κάποια συγκεκριμένη ιστορία. Βέβαια κάθε φορά που γράφω παίρνω πράγματα από τη ζωή και τις εμπειρίες μου και κάπως τα εντάσσω μέσα στο κείμενο και την πλοκή.
Το βαν ως χώρος γίνεται σκηνή εξομολογήσεων και ανατροπών. Τι ρόλο παίζει ως «μικρό σύμπαν» των ηρώων σας;
Το βαν είναι το μέσο που χρησιμοποιούν οι δύο ήρωες για να φτάσουν στον προορισμό τους και να διεκδικήσουν αυτό το μικρό κομμάτι ελευθερίας με το οποίο έχουν ταυτίσει τους δύο τόπους: η Ερασμία τη Ρώμη, ο Μίλτος τα Γιάννενα. Ως χώρος βοηθά τους δύο ήρωες να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλον, να ανοιχτούν, να μοιραστούν τα τραύματά τους, ίσως επειδή ένα αυτοκίνητο σε διαρκή κίνηση, με εναλλασσόμενα τοπία απέξω να βοηθά περισσότερο τους ανθρώπους να ανοιχτούν.
Αν μπορούσες να δεις 20 χρόνια μετά τι απέγιναν οι ήρωες σου, τι θα ευχόσουν να έχει συμβεί;
Θα ευχόμουν να έχουν βρει γαλήνη και να αναπνέουν ελεύθερα.
Αν το Ρίγκελ γινόταν ταινία, ποια ηθοποιό θα ήθελες να δεις ως Ερασμία και ποιον ως Μίλτο.
Ένα από τα σχόλια που λαμβάνω συχνά από αναγνώστες και φίλους για το «Ρίγκελ» είναι το πόσο κινηματογραφικά είναι γραμμένο, οπότε θα σου εξομολογηθώ πως έχω σκεφτεί πως θα ήθελα να γίνει ταινία. Αγαπώ τη Νένα Μεντή και τη θαυμάζω τόσο ως ηθοποιό όσο και ως άνθρωπο για τις ιδέες και τα πιστεύω της και θα ήταν η ιδανική Ερασμία. Ίσως σε κάποιο άλλο σύμπαν η ευχή μου να γίνεται πραγματικότητα και να γυρίζεται τώρα που μιλάμε η ταινία με τη Νένα Μεντή στο τιμόνι του κλεμμένου βαν. Για το Μίλτο τα πράγματα δυσκολεύουν μιας και είναι 19 χρονών στο βιβλίο και δεν έχω σκεφτεί κάποιο συγκεκριμένο ηθοποιό. Υπάρχουν όμως πολλοί ταλαντούχοι νέοι ηθοποιοί που θα μπορούσαν να τον υποδυθούν. Δέχομαι προτάσεις αν έχεις κάποιον συγκεκριμένο στο μυαλό σου.
Υπάρχει κάποια φράση μέσα από το Ρίγκελ, που σε παίδεψε ή που αμφισβήτησες;
Η τελευταία φράση του βιβλίου με προβλημάτισε αρκετά, νομίζω.
Συμπλήρωσε μια φράση για κάθε μια από τις παρακάτω λέξεις.
Ρίγκελ – Φωτεινός οδηγός στο νυχτερινό ουρανό
Φυγή – Ο δρόμος για τη διεκδίκηση της προσωπικής ελευθερίας
Βαν – Οι ήρωες έπρεπε να αλλάξουν τις πινακίδες του για να μην τους εντοπίσει η αστυνομία αλλά ο συγγραφέας το σκέφτηκε πολύ αργά.
Μνήμη – Ιστορία και συνδυασμός τραύματος και σπαραγμάτων της προσωπικής ιστορίας του καθένα
Έρωτας – Δύσκολα τα πράγματα.
Απάντα ως ήρωας.
Μίλτος τι σου έχει μείνει από αυτό το ταξίδι;
Η συνειδητοποιήση πως όταν διεκδικείς να είσαι ο εαυτός σου εξελίσσεσαι και είσαι πραγματικά ευτυχισμένος.
Ερασμία τι σου έχει λείψει περισσότερο από τη ζωή σου;
Η αγάπη.
Η δική μας ματιά
Στο «Ρίγκελ» του Δαμιανού Αγραβαρά η πλοκή παρακολουθεί δύο χαρακτήρες που διασχίζουν την ελληνική ενδοχώρα.
Το εξωτερικό τους ταξίδι από τόπους και διαδρομές μπλέκεται αδιάκοπα με το εσωτερικό τους πέρασμα: σκέψεις, μνήμες, αμφιβολίες και στιγμές σιωπής. Η κίνηση συνδυάζεται με στάσεις, η πορεία με την περισυλλογή, δημιουργώντας μια αίσθηση όπου ο χρόνος κυλά ταυτόχρονα γρήγορα και αργά. Η αφήγηση στηρίζεται σε εναλλαγές: εσωτερικοί μονόλογοι, επιστολές, αναδρομές στο παρελθόν. Έτσι, ξεδιπλώνεται ένας κόσμος που δεν μετριέται με ώρες αλλά με συναισθήματα και αποφάσεις. Κάθε ανάμνηση φωτίζει πτυχές του χαρακτήρα, κάθε σκέψη γίνεται αφορμή για στοχασμό, κάθε μικρή στιγμή αποκτά βαρύτητα και σημασία.
Ο τίτλος «Ρίγκελ», το φωτεινό αστέρι του Ωρίωνα, λειτουργεί ως σημείο προσανατολισμού: ένα σύμβολο που ενώνει το προσωπικό ταξίδι με κάτι μεγαλύτερο, που δείχνει κατεύθυνση και υπόσχεται φως μέσα στο σκοτάδι. Οι ήρωες κινούνται σε μια περιοχή που δεν είναι ούτε αμιγώς ρεαλιστική ούτε ολοκληρωτικά μεταφυσική· βιώνουν τη φυγή αλλά ταυτόχρονα αναμετρώνται με ερωτήματα υπαρξιακά και διαχρονικά. Η γραφή του Αγραβαρά συνδυάζει λυρικότητα με φιλοσοφική στοχαστικότητα, χωρίς να χάνει τον ρυθμό της αφήγησης. Οι σχέσεις, οι επιλογές, οι φόβοι και οι επιθυμίες των ηρώων παρουσιάζονται με τρόπο που θυμίζει κινηματογραφικές εικόνες αλλά και την ηρεμία μιας προσωπικής εξομολόγησης. Οι αναδρομές δεν λειτουργούν μόνο ως μνήμη αλλά και ως μονοπάτια προς κατανόηση και ενδεχόμενη λύτρωση.
Συνολικά, το «Ρίγκελ» είναι μια αφήγηση για την πορεία προς την αυτογνωσία. Ένα έργο που ισορροπεί ανάμεσα στην κίνηση και την παύση, στο φως και τη σκιά, και αφήνει τον αναγνώστη με την αίσθηση ότι κάθε στιγμή κρύβει έναν δρόμο προς την εσωτερική ανακάλυψη.
Το βιβλίο (παρουσίαση)
Όταν ο δρόμος δεν υπάρχει, τον χαράζεις μόνος σου.
Εκείνη, καλόγρια, η αδελφή Ερασμία, κατά κόσμον Άννα, στα πενήντα της χρόνια, αποφασίζει να κάνει την επανάστασή της και να φύγει από το κελί που διάλεξε κάποια χρόνια πριν, για να προλάβει τη ζωή που δεν έζησε.
Εκείνος, φοιτητής, ο Μίλτος, εκ του πατρός μαλακιστήρι, στα δεκαεννιά του χρόνια, εκδιώκεται από το «κελί» που του διάλεξαν να είναι, αποφεύγοντας τη ζωή που δεν αντέχει.
Κάποια στιγμή, απολυμένοι κι οι δυο κι αποσυνάγωγοι, θα βρεθούν σε ένα ταξίδι χωρίς πυξίδα, αλλά με προορισμό και μοναδικό προστάτη, τον πολεμιστή των ουρανών, τον Ωρίωνα.
Ο δρόμος θα τους ενώσει — όχι ως σωτήρια, μα ως πρόκληση. Γιατί ο δρόμος δεν είναι πάντα λύση. Μερικές φορές, είναι το μοναδικό καταφύγιο για όσους δεν ανήκουν πουθενά. Και κάπου, ανάμεσα στις στάσεις, τα βενζινάδικα και τα ξεχασμένα ξενοδοχεία, ίσως βρουν, ο ένας στον άλλον, ό,τι πιο επικίνδυνο υπάρχει: Έναν άνθρωπο που μπορείς να του πεις την αλήθεια.