Συνέντευξη με τον ποιητή Πάνο Τζαβέλλα

Συνέντευξη με τον ποιητή Πάνο Τζαβέλλα

Ο Παναγιώτης Τζαβέλλας γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πραγματοποιώντας μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα της Λαογραφίας. Γνωρίζει αγγλικά και γαλλικά και εξασκεί το επάγγελμα του εκπαιδευτικού από το 2004 έως και σήμερα, ενώ εργάζεται ως υπάλληλος στον ιδιωτικό τομέα.

Έχει ασχοληθεί με διορθώσεις κειμένων και μεταφράσεις, έχει συμμετάσχει εθελοντικά σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια κι έχει παρακολουθήσει πληθώρα σεμιναρίων φιλολογικού ενδιαφέροντος. Συμμετείχε στην οργάνωση της  «Περγάμου»  η οποία αποτελεί  την Ενιαία Πλατφόρμα Ιδρυματικού Αποθετηρίου και Ψηφιακής Βιβλιοθήκης  για το ΕΚΠΑ.

Είναι τακτικό μέλος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας. Αγαπά ιδιαίτερα τη Μουσική με την οποία ασχολείται ερασιτεχνικά και την Ποίηση που συνιστά καταφύγιο και παρηγοριά ήδη από την εφηβική του ηλικία. Προσφάτως  διεκρίθη  για ποιήματά του στο 7ο Φεστιβάλ Ποίησης Θεσσαλονίκης (2021).

Όπως λέει και ο ίδιος «η ποίηση βιώνεται, δεν απαριθμεί βιώματα. Και στα ποιήματά μου δίνω τον γενικό τίτλο «Εκρήξεις», γιατί πολύ απλά, για μένα συνιστούν συναισθηματικές εκρήξεις λυρισμού».

Τι σημαίνει για εσένα ποίηση;

Ποίηση για μένα είναι ουσιαστικά η ματιά μέσα από την οποία παρατηρώ κι αντιλαμβάνομαι τον κόσμο. Πρόκειται για μία στάση ζωής στην πραγματικότητα. Πνευματικά η ποίηση, εν τούτοις, συνιστά περισσότερο μια αποδόμηση του πνεύματος παρά μια ανακούφιση, μια λύτρωση. Το πνεύμα αποδομείται, ξεχαρβαλώνεται και σαν να μπατάρεται όπως-όπως  μέχρι την επόμενη επαφή με το χαρτί. Το ξόδεμα αυτό είναι οδυνηρό κι αναπόφευκτο όταν γράφεις, σαν τον έρωτα. Η πλήρωση ως απότοκο της δημιουργίας συχνά υποκαθίσταται από ένα συναισθηματικό άδειασμα.

Πότε ξεκίνησες ν’ ασχολείσαι με την τέχνη του λόγου και τι σε παρότρυνε να το κάνεις;

Η αλήθεια είναι πως ξεκίνησα να γράφω χάρη σε μια εσωτερική παρόρμηση κι ανάγκη, όσο κοινότυπο κι αν φαίνεται αυτό, που δεν αφήνει το μυαλό και την καρδιά να ηρεμήσει. Φυσικά η αγάπη για το στίχο, για τον έμμετρο λόγο και τα γράμματα γεννήθηκε στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη δασκάλα μου στην πρώτη και δευτέρα δημοτικού, την αείμνηστη Αλίκη Τσελέντη-Παπαδέδε να με ενθαρρύνει να λάβω μέρος σε έναν ραδιοφωνικό ποιητικό διαγωνισμό ποίησης και να μας φέρνει σε επαφή ως παιδιά με τον  ποιητή Γιώργη Κρόκο. Τελικά η προσπάθειά της δεν τελεσφόρησε γιατί ο εν λόγω διαγωνισμός ματαιώθηκε αλλά η αγάπη για την ποιητική δημιουργία είχε εμφωλεύσει μέσα μου για τα καλά... Μεγαλώνοντας, αυτό το συναίσθημα γιγαντώθηκε, όταν ως έφηβος ήρθα σε επαφή με τους στίχους αγαπημένων μουσικών συγκροτημάτων και καλλιτεχνών (δηλώνω αμετανόητος ροκάς) αλλά και με την ελληνική και ξενόγλωσση ποίηση. Μια κομψότητα στο λόγο μου την αναγνώρισαν και οι καθηγητές μου στα μαθητικά μου χρόνια που με παρότρυναν να ασχοληθώ με τις ανθρωπιστικές επιστήμες.  Καθοριστικό ρόλο στο πρόσφατο παρελθόν μου, πάντως, έπαιξε η κρίση και η παρότρυνση της γυναίκας μου που επέμεινε να εκδώσω όσα έγραφα χρόνια ολόκληρα. 

Για τι θέματα γράφεις;  Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σου; 

Γράφω για οτιδήποτε μου ερεθίζει την περιέργεια και το ενδιαφέρον. Πυρήνας του ποιητικού αισθητηρίου είναι πάντοτε η ανθρώπινη φύση και το πλέγμα των κάθε λογής σχέσεων και συσχετισμών της ζωής μας. Ο έρωτας, η απώλεια, οι αξίες, η φθορά του χρόνου, τα χαμένα όνειρα...Μικρά κι ασήμαντα ή σπουδαία κι αιώνια, όλο μπορούν να μετουσιωθούν σε ποίηση. Η έμπνευση σε κάθε περίπτωση, νομίζω ,πηγάζει από την αρχέγονη ανάγκη του ανθρώπινου όντος για τη θέαση του σωκρατικού Αγαθού και την αγωνία, τη διερώτηση για τα συμπαντικά μυστικά και το «επέκεινα».

Πες μας λίγα λόγια για την πρώτη ποιητική συλλογή σου με τίτλο «Εκρήξεις»

Η ποιητική μου συλλογή κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2021 από τις εκδόσεις «Όταν». Συνιστά μια συλλογή από ποιήματα που έχω γράψει κατά την τελευταία εικοσαετία της ζωής μου, από τα δεκαπέντε έτη μου δηλαδή μέχρι σήμερα. Αυτό καθιστά το έργο μου βαθιά βιωματικό και συναισθηματικό. Ίσως φυσικά μοιάζουν ετερόκλητα τα ποιήματα μεταξύ τους ως προς την τεχνοτροπία και τη μορφολογία τους, ωστόσο πιστεύω πως εν τέλει στέκονται κάτω από μια κοινή αισθητική ομπρέλα, εκείνη της ιδιοσυστασίας μου. Ήταν νομίζω αναγκαίο αυτό το αλλόκοτο συνταίριασμα παρελθόντος και παρόντος εαυτού προκειμένου να συστηθώ με κάποια αξιοπιστία στο κοινό. Αξίζει να αναφέρω εδώ πως η ιδιαίτερης αισθητικής εικονογράφηση με σκίτσα εντός του βιβλίου που συνοδεύουν λίγα εκ των ποιημάτων, καθώς και το μοντέρνο, ιδιαίτερα τολμηρό και ρηξικέλευθο θεωρώ για ποιητική συλλογή εξώφυλλο, είναι εξαιρετικά -πιστεύω- έργα του σκιτσογράφου Φώτη Τσελεπατιώτη.

Ποια είναι η αγαπημένη σου ώρα μέσα στην ημέρα για να γράφεις;

Γράφω σε ανύποπτο χρόνο και χώρο πάντα. Οποτεδήποτε και οπουδήποτε, όταν βρίσκομαι μόνος ή ανάμεσα σε κόσμο.Παρατηρώ όμως πως προτιμώ τις ώρες της ημέρας από το σούρουπο κι έπειτα, που πέφτει η νύχτα, όταν κανείς κάνει τον απολογισμό της ημέρας κι αναστοχάζεται. Συχνά όμως γράφω τις πρώτες πρωινές ώρες όταν οδηγώ και το μυαλό ταξιδεύει συνειρμικά σε σκέψεις και μνήμες που πίστευα ότι είχα απωλέσει. Σταματώ στην άκρη του δρόμου και σημειώνω.

Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διάβασες; 

Το τελευταίο βιβλίο που διάβασα είναι κάποιο που είχα διαβάσει ξανά στο παρελθόν, πριν από 17 χρόνια για να είμαι ακριβής. Πρόκειται για το «Ο τρίτος άνθρωπος», ένα περίφημο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκριν, από μία παλιά έκδοση που είχε την κατοχή του ο πατέρας μου.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου ποιητές;

Αγαπώ ιδιαίτερα Έλληνες ποιητές, κατά βάση σκοτεινούς, όπως τον Κώστα Καρυωτάκη ο οποίος συνιστά τεράστιο κεφάλαιο για την παγκόμια ποίηση, την αξεπέραστα λυρική Μαρία Πολυδούρη, τον  σπουδαίο Τάσο Λειβαδίτη και τον πολύ ιδιαίτερο Νίκο Καρούζο, αλλά και ξένους όπως  τον μέγιστο Μποντλέρ, τον μισοξεχασμένο Ζακ Πρεβέλ, την εξαιρετική Αλεχάντρα Πισαρνίκ.

Ποιο είναι πιστεύεις το κριτήριο που ξεχωρίζει ένα καλό ποίημα; Tο πόσο σου «μιλάει» στο μυαλό, στην καρδιά ή κάτι άλλο;

Η κομψότητα του λόγου νομίζω ότι είναι ένα απαραίτητο, πρώτο συστατικό στοιχείο για τη δημιουργία ενός ποιήματος. Φυσικά η αισθητική του καθενός διαφέρει αλλά ένα ποίημα οφείλει να ρέει, να έχει έναν εσωτερικό ρυθμό κι ένα θεματικό κέντρο ή να υπονομεύει τα προαναφερθέντα  με έντεχνο τρόπο. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αυτονομείται, να αποκόβεται από τον δημιουργό και να βιώνεται από τον εκάστοτε αναγνώστη ως κάτι ξεχωριστό και μοναδικό. Για μένα, η σύγχρονη ποίηση πρέπει να αποβάλλει κάθε επιτήδευση γλωσσική κι εκφραστική και να στέκει λιτή, μέσα από μία γοητευτική υπαινικτικότητα, αφοπλιστικά ειλικρινής και διαχρονικά επίκαιρη. Το ποίημα οφείλει να γεννά συναισθήματα αλλά κυρίως να σημαίνει κάτι, αλλιώς εκπίπτουμε στην μπουρδολογία.

Έχεις κάποια εικόνα της σύγχρονης ελληνικής ποιητικής παραγωγής; Πόσο ενθαρρυντική τη βρίσκεις; 

Έχω διαβάσει αρκετές ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές. Ενδεικτικά αναφέρω ποιητές όπως τον Γιώργο Γιαννούτσο,ο οποίος τυχαίνει να εκδίδει τις συλλογές του επίσης από τις εκδόσεις «Όταν» ή τον Νίκο Λαμπρόπουλο. Ξεχωρίζω ωστόσο τον Γιάννη Λειβαδά ο οποίος μέσα στην ιδιοτροπία της στάσης του απέναντι στην ελληνικής προέλευσης λογοτεχνική παραγωγή- η οποία ίσως να είναι και δικαιολογημένη- και τον αναχωρητισμό του, συνιστά μεγάλο κεφάλαιο για την σύγχρονη ποίηση. Ενθαρρυντικό είναι πως γράφουν πολλοί, αποθαρρυντικό ίσως το ότι οι περισσότεροι έχουν ξεχάσει το κριτήριο αναγνώρισης όχι μόνο της ποίησης αλλά οποιασδήποτε μορφής καλλιτεχνικής δημιουργίας και καταφεύγουν στο εύπεπτο, το εύκολο, το ξεκούραστο που συχνά στερείται ουσίας.

Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια; 

Σκοπεύω μες τη χρονιά να κυκλοφορήσω τη δεύτερη ποιητική συλλογή μου κι ετοιμάζω –με μεγάλα χρονικά διαλείμματα, από όταν ξεκίνησα να το γράφω η αλήθεια είναι – μία νουβέλα.

Ποιο είναι το αγαπημένο σου ποίημα από την δική σου ποιητική συλλογή;

Θα αποπειραθώ προς χάρη της κουβέντας μας να διαλέξω ένα ποίημα. Είναι αυτό με τον τίτλο «Στιγμή», πολύ απλά γιατί συνιστά μια ευγενική υπενθύμιση στον ίδιο μου τον εαυτό, προκειμένου να κάνω κάτι που δεν το επιτυγχάνω συχνά: να χαίρομαι τη στιγμή, να ζω το τώρα.

Στιγμή

Χρόνια γεμάτα που λαχταρούσα να ζήσω
Να ματώσω για να μπορώ να διηγηθώ
Στο βαθύσκιο του ιδανικού
Να καταλήξω

Χρόνια που πρόσμενα να 'ρθουν
Τα καταπίνω τώρα
Του χρόνου τα πρωτότοκα παιδιά σκεφτόμουνα
Και ξέχασα την ΄Ωρα:

Κόρη που αδιάκοπα στους δείχτες πάνω τρέχει
Κι όταν κοιτάζει πίσω της, ο δρόμος:
Αναμνήσεις

Αυτή την κόρη τη γοργή στοχεύω να προφτάσω
Να μου χαρίσει μια Στιγμή
(Για λίγο μόνο, αντίδοτο λήθης)
Στο αέναο, πριν τη χάσω