Τάματα, αφιερώματα κι αναθήματα

Τάματα, αφιερώματα κι αναθήματα

         Τα τάματα ανήκουν στην «πρωτογενή παράδοση», αφού αποτελούν μία συνήθεια πανάρχαια η οποία, παρά τις μεταλλαγές που μπορεί να παρουσιάζει σε σχέση με τον τρόπο που εκδηλώνεται ή με τις κατασκευαστικές διαφοροποιήσεις που διαφαίνονται αναφορικά με την υλική της πραγμάτωση -αναπόφευκτα, λόγω των τεχνολογικών και κοινωνικών εξελίξεων - διατηρεί κάποιες σταθερές, αναλλοίωτες στον χρόνο. Το συγκείμενο, μέσα στο οποίο η αφιερωματική πρακτική λαμβάνει χώρα, δεν αλλάζει. Παραμένει ο ναός, ο ιερός τόπος, η βάση και η προϋπόθεση για την αφιέρωση του αναθήματος, για το «τάξιμο», σε συνδυασμό, βέβαια, με τα απαραίτητα  θρησκευτικά - χριστιανικά εν προκειμένω - συμφραζόμενα. Γι’ αυτό και τα τάματα κατανοούνται στο περιβάλλον ενός συγκεκριμένου θρησκευτικού δρώμενου, της πρακτικής της αφιέρωσης, καθώς δεν γίνεται να σταθούν και να εξεταστούν αναπόσπαστα από αυτό.       

         Συγκεκριμένα, τα τάματα και η πρακτική της αφιέρωσης δεν αναγνωρίζονται πάντα ως ένα κομμάτι της ελληνικής - και όχι μόνο βέβαια, αλλά εδώ αυτή μας ενδιαφέρει - πραγματικότητας, με όλα τα συμπαρομαρτούντα που την χαρακτηρίζουν και την προσδιορίζουν. Η αφιέρωση, ως κάτι που συνηθίζεται στην ελληνορθόδοξη παράδοση, αντανακλά φαινόμενα της ελληνικής πραγματικότητας που αφορούν όχι μόνο στη θρησκεία και την τελετουργία, αλλά και  στη ζωή των πιστών σε κάθε επίπεδο, πάνω στην οποία επιδρούν.

       Τα τάματα εκφράζουν την ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνεί με το θείο, να ζητά βοήθεια και λύτρωση για τον ίδιο ή τους αγαπημένους του, να νιώθει αδύναμος μπροστά σε δυσκολίες, να ελπίζει. Τα αναθήματα, τα αφιερώματα, οι προσφορές, τα τάματα, είναι οι υλικές ενδείξεις μιας περίεργης συναλλαγής μεταξύ πιστού και θείου, μιας σχέσης που εκφράζει ταυτόχρονα πίστη, ευγνωμοσύνη - ευχαριστεία και ευλάβεια. Μέσα από τη σχέση αυτή, ο Θεός συγκεκριμενοποιείται και γίνεται προσιτός στον άνθρωπο.

     Αφιερώματα και αναθήματα συναντάμε σ’ όλες τις θρησκείες και σ’ όλους τους λαούς της γης. Σύμφωνα με το Φλωράκη, «η λέξη προέρχεται από το ρήμα «ανατίθημι» ενώ στον Όμηρο έχει επιπλέον τη σημασία του κοσμήματος, του στολισμού . «μολπή» και «ορχηστύς» χαρακτηρίζονται σαν αναθήματα «δαιτός», δηλαδή στολίσματα του συμποσίου. Αργότερα θα λάβει την έννοια του αφιερώματος ,που ανατίθεται στους θεούς σαν «μνήμα», ανάμνηση δηλαδή της ευχαριστίας, και σαν «άγαλμα», με το οποίο αγάλλεται ο θεός. Λέξεις ανάλογες ή συγγενικές του αναθήματος είναι «το αφιέρωμα», «η προσφορά», «το δώρο», «η θυσία» και στην Αγία Γραφή «η ευχή», ενώ στη νεοελληνική λαογραφία απαντούν μεταξύ άλλων το «τάξιμο» και «τάμα». Οι δύο τελευταίες, που είναι και οι περισσότερο κοινές, μολονότι χρησιμοποιούνται συχνά χωρίς διάκριση, παρουσιάζουν μία αξιοσημείωτη νοηματική διαφορά: Το τάξιμο δηλώνει το έθιμο, το τάμα δηλώνει το προσφερόμενο είδος. Το πρώτο προσδιορίζει την πράξη, το δεύτερο το αντικείμενο, επισημαίνοντας έτσι τις δύο διαφορετικές, αλλά αλληλένδετες φάσεις της αφιερωτικής πρακτικής». 

        Αναθήματα και θυσίες βρίσκουμε, πλην των Ελλήνων, και σε άλλους αρχαίους λαούς, όπως για παράδειγμα στους Αιγυπτίους, τους Εβραίους και φυσικά τους Ρωμαίους. Η αρχαία θρησκεία βασισμένη για αιώνες στα κριτήρια του φυσικού ανθρώπου και έχοντας ήδη ένα σύνολο πίστεων και πράξεων διαμορφωμένο, δεν παραιτήθηκε αμαχητί μπροστά στην  έλευση της καινούριας θρησκείας. Ο λαός δέχτηκε τη νέα διδασκαλία, συνέχιζε όμως να έχει ριζωμένες μέσα του αντιλήψεις παλαιές που αναμείχτηκαν με τη χριστιανική λατρεία και δημιούργησαν, κοντά στην επίσημη θρησκεία και μία άλλη, λαϊκή, που αν και αντίκειται την πρώτη, συνυπάρχει μ’ αυτήν έως σήμερα. Συχνά εκφράζει με χριστιανικό ένδυμα αρχαίες αντιλήψεις και έθιμα που επιβιώνουν. Σύμφωνα με τον πατέρα Γεώργιο Μεταλληνό, η Εκκλησία προσπάθησε να εμποτίσει με το δικό της περιεχόμενο την αρχαία συνήθεια, μεταβάλλοντάς την σε χριστιανική, αφού βρήκε, βεβαίως, τα απαραίτητα ερείσματα στις Θείες Γραφές.

      Μια τέτοια μετασήμανση υπήρξε και στην περίπτωση της αφιερωτικής πρακτικής. Σε πρώτη φάση η Εκκλησία προσπάθησε να απαγκιστρωθεί από τη νοοτροπία συναλλαγής που συνοδεύει και ορίζει τη διαδικασία της αφιέρωσης. Για το Χριστιανισμό η σχέση πιστού-αγίου είναι σχέση πνευματική, ψυχική, και η σωτηρία δεν είναι αποτέλεσμα συμφωνίας ή τυπικών σχέσεων αλλά μετοχή ουσιαστική στο μυστήριο και κοινωνία Πνεύματος Αγίου. Σε μια τέτοια κατάσταση άμεσης κοινωνίας θεού και ανθρώπου, η προστασία του πρώτου προς το δεύτερο είναι κάτι το αυτονόητο. Δεν υπάρχει σχέση επιβουλής και κατά συνέπεια δεν χρειάζονται προσπάθειες εξευμενισμού. Το αφιέρωμα παίρνει διάσταση πνευματική και όλα λειτουργούν αρμονικά και αβίαστα. Ωστόσο, για το λαό, που τις περισσότερες φορές διατηρεί τα κριτήρια του φυσικού ανθρώπου, όπως προαναφέρθηκε,  η υλική προσφορά είναι περισσότερο κατανοητή. Η σχέση του ανθρώπου με το θείο, στηρίζεται στην αρχή “do ut des” και η μαγική πρακτική για την επίτευξη καλών και την ανατροπή των κακών στην αρχή “similia similibus”. Στον κοινωνικό νόμο “du ut des” αναφέρεται και ο Walter Puchner επισημαίνοντας πως η θυσία είναι μία «πράξη προσδοκώμενης ανταπόδωσης». Η επίσημη Εκκλησία θα δεχτεί το «τάξιμο», όχι όμως σαν πράξη με αυτοδύναμο αποτέλεσμα, αλλά σαν μία χειροπιαστή έκφραση αφιέρωσης που πηγάζει από την ψυχή του ανθρώπου. Η ψυχή είναι το κύριο, η αφιερωματική πράξη το συμπληρωματικό, απλά ένα μέσο πρόσβασης προς την ουσία. Γι’ αυτό και δεν αποδίδεται σημασία στην υλική αξία του αφιερώματος, αλλά στην προαίρεση και στην καθαρότητα της ψυχής. Τα ίδια τα τάματα θεωρούνται ζωντανές αποδείξεις του θαύματος, αφού αντίθετα με άλλες μορφές αφιέρωσης, το χαρακτηριστικό της αφιέρωσης ταμάτων είναι ότι λαμβάνει έναν απόλυτα υλικό χαρακτήρα. Ο άγιος εκπληρώνει την επιθυμία του πιστού, πραγματοποιώντας το θαύμα . άλλωστε, «άγιος που δε θαυματουργεί, δε δοξάζεται». Ο πιστός πιστεύει στο θαύμα, ιδιαίτερα μέσα στο εκκλησιαστικό περιβάλλον, όπου κάθε συναίσθημα φορτίζεται με τη θρησκευτικότητα του χώρου.

        Όπως διαπιστώνεται από όλα τα παραπάνω, τα τάματα δεν έχουν μόνο υλική-καλλιτεχνική αξία, αλλά και συναισθηματική, αφού εκφράζουν την ανθρώπινη πεποίθηση ότι αποτελούν έναν τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων της ζωής. Η ίδια η Ιστορία δημιουργεί και κατά συνέπεια νοηματοδοτεί τα τάματα, όπως και κάθε αντικείμενο που κινείται και αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου. Μέσα από τον κόσμο της πρακτικής μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε, να κατανοήσουμε τη ζωή των ανθρώπων και να συνάγουμε συμπεράσματα για την παράδοση, την κοινωνία, την ιστορία, την καθημερινή ζωή, τη θρησκεία και την αλληλόδραση όλων αυτών των παραγόντων. 

        Τα τάματα μας δίνουν πληθώρα πληροφοριών για την ένδυση των ανθρώπων κατά περιόδους, την κοινωνική τους κατάσταση και τις ασθένειες που μαστίζουν τη ζωή τους. Όλα αυτά όμως, έχουν να κάνουν με τη θεώρηση των αναθημάτων από μία καθαρά λογική σκοπιά. Εντούτοις, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η συνήθεια της ανάθεσης ταμάτων επιβίωσε από αιτίες, έξω από την περιοχή της λογικής, που σχετίζονται με το συναίσθημα: την ανασφάλεια μπροστά σε κινδύνους και αρρώστιες και την ανάγκη για αναζήτηση προστασίας και ελπίδας. Επιπλέον, σημαντικότατο ρόλο σε σχέση με τις  θρησκευτικού τύπου δραστηριότητες και την επιβίωσή τους στο χρόνο παίζει και αυτό που ο Μερακλής επισημαίνει: «η γοητεία που ασκεί η τελετουργία καθεαυτή». 

Πηγές:
Καρδαμίτση-Αδάμη Μ. (1996). Τάματα : ο άνθρωπος. Αθήνα: Καστανιώτης.
Μερακλής Μ.Γ. (2004). Λαογραφικά Ζητήματα. Αθήνα: Καστανιώτης και Διάττων.
Puchner W. (2010). Ιστορική Λαογραφία: Η διαχρονικότητα των φαινομένων. Αθήνα: Αρμός.
Φλωράκης Α.Ε. (1982). Καραβάκια - τάματα και θαλασσινή αφιερωτική πρακτική στο Αιγαίο. Αθήνα: Φιλιππότης.
Χανδακά Σ. (2006). Λατρείας τάματα : Tokens of worship. Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη και Αιών.