Τα έθιμα του Πάσχα: από τη Μικρά Ασία στη σύγχρονη Ελλάδα

Τα έθιμα του Πάσχα: από τη Μικρά Ασία στη σύγχρονη Ελλάδα

         Με αφορμή τις άγιες τούτες μέρες που διανύουμε και τη συμπλήρωση ενός αιώνα από την οδυνηρή για τον ελληνισμό μικρασιατική καταστροφή του 1922,μου ζητήθηκε να γράψω ένα άρθρο για τα έθιμα του Πάσχα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας - έθιμα που αφορούν όλους μας, πολύ απλά γιατί κάθε Έλληνας κουβαλά τη συλλογική μνήμη των προγόνων του.  Οι πρόσφυγες που κατέφθασαν στη μητέρα Ελλάδα από τις περιοχές της Μικράς Ασίας δημιούργησαν νέες λαογραφικές εντυπώσεις  στο πανελλήνιο φέρνοντας μαζί με τα λιγοστά τους υπάρχοντα την αγάπη για τις χαμένες πατρίδες, τη νοσταλγία και την προσπάθεια για ηθική αποκατάσταση. Το άρθρο αυτό, λοιπόν, συνιστά μια απόπειρα συγκέντρωσης (κι αναπόφευκτης σύμπτυξης) βασικών πληροφοριών για τα εορταστικά έθιμα των Μικρασιατών, από την Κυριακή των Βαΐων μέχρι και την Κυριακή του Πάσχα.

      Η Κυριακή των Βαΐων σηματοδοτεί την αρχή της Μεγάλης Εβδομάδος, της πιο έντονης, από λατρευτική άποψη, περιόδου του ελληνικού ετήσιου εορτολογικού κύκλου. Η πραγματικότητα αυτή, σε συνδυασμό με την ένταξή της στο πλαίσιο των ανοιξιάτικων εορτών, συνιστούν τους δύο βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους δομείται η εθιμική φυσιογνωμία της εορτής, με βάση στοιχεία φυτολατρίας και φυσιολατρίας, που έχουν αρχαιότατη καταγωγή. Για τον λόγο αυτό όλοι οι ναοί στολίζονται με βάγια, σε ανάμνηση των βαΐων των φοινίκων, που κρατούσαν οι υποδεχόμενοι τον Ιησού Χριστό Ιουδαίοι, κατά την είσοδό του στα Ιεροσόλυμα. Σύμφωνα μάλιστα με τις πηγές που διαθέτουμε, το έθιμο αυτό ήταν εν χρήσει από την Εκκλησία ήδη από τον 9ο αι. Την Κυριακή των Βαΐων, όλοι οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία για τα Νύφια (ακολουθία του Νυμφίου) και έπαιρναν μικρούς περίτεχνους σταυρούς από φύλλα φοινικιάς, και όχι δάφνης όπως σήμερα. Οι σταυροί φυλάσσονταν στο εικονοστάσι, μιας και πίστευαν πως έχουν θεραπευτικές και εξορκιστικές ιδιότητες. Το καθιερωμένο φαγητό της ημέρας αυτής ήταν τα ψάρια και οι σαλάτες σε αφθονία. Στη Σμύρνη, τα παιδιά των Ελλήνων («Ρωμνάκια» τα φώναζαν) έπαιζαν με τις ροκάνες, παιχνίδι που παραμέριζε κάθε άλλο και ήταν δηλωτικό της τάξης κάθε οικογένειας: υπήρχαν, λοιπόν, ροκάνες φτιαγμένες από τενεκέ, από κοινό ξύλο, από κόκκαλο ή ξύλο πολύτιμο, ακόμα και σκαλισμένες, άλλες με ένα γλωσίδι κι έναν τροχό, άλλες με περισσότερους και λογής εθνικά κι ιερά σύμβολα πάνω τους σχεδιασμένα. Το παιχνίδι με τις ροκάνες  στη Σμύρνη ήταν  μια έκφραση θρησκευτική, καθώς τα παιδάκια υποδέχονταν με τον τρόπο τους το χαρμόσυνο Πάσχα και τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Το Πάσχα μάλιστα συνήθιζαν όλοι να φορούν άσπρα. 

     Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα οι γυναίκες άσπριζαν και καθάριζαν το σπίτι. Έπρεπε να λάμπει από καθαριότητα για να «υποδεχθεί τον Αναστάντα Χριστόν». Η διακόσμηση των ναών μετατρεπόταν, βεβαίως, σε πένθιμη: μαύρα τούλια και μωβ κορδέλες συνέθεταν την κατανυχτική ατμόσφαιρα, τα γέλια και τα τραγούδια έπαυαν στους δρόμους, ενώ ακόμα και η ωδική στα σχολεία σταματούσε.    

     Τη Μεγάλη Δευτέρα, το παίξιμο της ροκάνας θεωρούνταν πια μεγάλο αμάρτημα (πολλές οικογένειες κρεμούσαν  τις ροκάνες στα εικονίσματα μέχρι την επόμενη Κυριακή των Βαϊών), καθώς εισερχόμαστε στην εβδομάδα των Παθών. Οι αγορές της Σμύρνης γέμιζαν από τη Μεγάλη Δευτέρα με κοπάδια αρνιών που συνήθως τα έφερναν οι έμποροι με το σιδηρόδρομο από την Καππαδοκία. Οι Σμυρνιοί αγόραζαν συνήθως δύο αρνιά: ένα για τη Λαμπρή και ένα για τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου. Το πασχαλινό αρνί δε συνήθιζαν να το σουβλίζουν, αλλά το γέμιζαν με ρύζι, αμύγδαλα και κουκουνάρι και το έβαζαν στη χόβολη αποβραδίς για να ψηθεί σιγά σιγά ως το πρωί.

      Τη Μεγάλη Τρίτη κάθε σπιτικό αγόραζε το αρνάκι του για τη θυσία του Πάσχα. Τα Ρωμνάκια έπαιρναν τα αρνάκια υπό την προστασία τους, τα τάιζαν και τα στόλιζαν με κορδέλες, κουδουνάκια και χρώματα. Ακόμα μεριμνούσαν για να εκπαιδεύσουν τα αρνάκια ώστε να τα ακολουθούν, έχοντας ως δόλωμα χορταράκι. 

     Η Μεγάλη Τετάρτη συνιστά  την ημέρα τέλεσης από την Εκκλησία της τελευταίας λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων και του τελευταίου Μεγάλου Αποδείπνου, του γνωστού στο λαό ως «Δυνάμεο», από το χαρακτηριστικό τροπάριο «Κύριε των Δυνάμεων μεθ’ ημών γενού». Την ημέρα αυτή τελείτο στους ναούς το Ευχέλαιο, είτε στα σπίτια, είτε στο ναό. Από το αλεύρι που χρησιμοποιείται στο μυστήριο και ευλογείται συνήθιζαν να ζυμώνουν πρόσφορο, και να το πηγαίνουν στο ναό. 

      Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης κοινωνούσαν τα παιδιά και τελείωναν τις δουλειές στα σπίτια. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν τσουρέκια και έβαφαν τα κόκκινα αβγά. Η παράδοση τα ήθελε κόκκινα, στο χρώμα της θυσίας του Χριστού και της χαρμόσυνης αναμονής. Πολλές νοικοκυρές έβαφαν τ’ αυγά με κρεμμύδι. Προσέθεταν νερό και τα έβραζαν σε σιγανή φωτιά μέχρι να πάρουν τ’ αυγά χρώμα. Το πρώτο αυγό που έβαφαν το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι ενώ πολλοί το κρατούσαν ως φυλαχτό και το φύλαγαν μέχρι να γίνει ο κρόκος του σαν κεχριμπάρι. Οι άντρες τη Μεγάλη Πέμπτη στα καφενεία κάρφωναν στον τοίχο ή κρεμούσαν από τη λάμπα ένα τραπουλόχαρτο για να αποδοκιμάσουν τα τριάντα αργύρια του Ιούδα.

      Τη Μεγάλη Παρασκευή κανείς δε δούλευε καθώς η ατμόσφαιρα της μέρας αυτής ήταν θλιβερή και μεγαλόπρεπα θρησκευτική. Από νωρίς μικρές κοπέλες του Κορδελιού (Περαία το έγραψαν οι Έλληνες λόγιοι της Σμύρνης, Καρσίγιακα οι Τούρκοι) βγαίναν στα χωράφια με πανέρια και μάζευαν αγριολούλουδα του επιταφίου. Έπειτα στόλιζαν τον Επιτάφιο με άνθη λεμονιάς, με βιόλες και με άλλα λουλούδια των περιβολιών. Το απόγευμα όλα τα αρνάκια ανεξαιρέτως δένονταν στα μάνταλα των παραθύρων και τις εξώπορτες, γιατί τα παιδάκια των Ελλήνων θα πήγαιναν στα Επιτάφια (έργα περίφημης ξυλογλυπτικής τέχνης). Το κατανυκτικό γύρισμα του Επιταφίου γινότανε το βράδυ κάνοντας τρεις φορές το γύρο της εκκλησίας στην αυλή. Έξω δεν έβγαιναν. Τον Επιτάφιο τον σήκωναν άντρες ύστερα από πλειοδοτική δημοπρασία. Όσοι έδιναν πιο πολλά στην εκκλησία είχαν το δικαίωμα να κρατήσουν τον Επιτάφιο. Όλοι περνούσαν κάτω από το στολισμένο Ιερό Κουβούκλιο, όχι μόνο οι μικροί αλλά και οι μεγάλοι, καθώς θεωρείτο ωφέλιμο για το γήρας τους. Παράλληλα, καλλίφωνες γυναίκες έψαλλαν ένα δραματικό μοιρολόι  προκαλώντας συγκίνηση και δέος. Σε όλα τα παράθυρα και στα πεζούλια των σπιτιών κάπνιζαν θυμιατά ενώ οι γυναίκες έραιναν έξω στους δρόμους τους διερχόμενους επιτάφιους με χιώτικο ανθόνερο. Άκρως συγκινητικό ήταν το γύρισμα του Επιταφίου μέσα στο Γραικικό Νοσοκομείο του Αγίου Χαραλάμπους, μέσα από διαδρόμους και θαλάμους ασθενών. Στην επιστροφή για το σπίτι όλοι έπαιρναν επιταφιολούλουδα και κεριά, που τα θεωρούσαν αγιασμένα και τα χρησιμοποιούσαν για ξεμάτιασμα, εξορκισμούς, αρρώστιες και κατά της βασκανίας. Στο ναό απόμεναν μόνο οι ταμένοι και ηλικιωμένες γυναίκες που ξενυχτούσαν λέγοντας ψαλμωδίες, προσευχές και το μοιρολόι της Παναγιάς. Στην Κίο της Μικράς Ασίας άρχιζε από νωρίς το πρωί η συλλογή των υλικών για το κάψιμο του Βαραβά κατά την Μ. Παρασκευή.

       Κύρια φαγητά της Μ. Παρασκευής ήταν οι νερόβραστες φακές, που συμβόλιζαν τα δάκρυα της Παναγιάς, τα μαρούλια και οι κουκόμυτες (βλαστοί φρέσκων κουκιών), όλα χωρίς λάδι και βουτηγμένα σε μπόλικο ξίδι, σε ανάμνηση του όξινου που δοκίμασε ο Εσταυρωμένος Ιησούς. Επίσης όλοι οι  Ερυθραιώτες κι οι Σμυρνιοί έπιναν αυτή τη θλιβερή μέρα το θιάσο ή διάσο, ένα ποτό φτιαγμένο από ρύζι, αμύγδαλα και ποπονόσπορους, όλα πολτοποιημένα και βρασμένα με νερό, ζάχαρη και κανέλα. Στη Σμύρνη, όλα τα εγγόνια μαζεύονταν στο σπίτι του παππού. Φωτιά δεν άναβε εκείνη την ημέρα στο τζάκι, παρά μόνο για το βράσιμο της φακής, χωρίς λάδι μόνο με ξύδι και λίγο ψωμάκι και όχι σε στρωμένο τραπέζι. Η φακή στα περισσότερα σπίτια της Σμύρνης, δεν τρώγονταν ποτέ άλλοτε παρά μόνο τη Μεγάλη Παρασκευή. 

      Το Μεγάλο Σάββατο ξεκινούσε με τη θυσία του αμνού, ένα εβραϊκό έθιμο που πιο πολύ από οπουδήποτε διατηρήθηκε στη Μικρά Ασία και στενοχωρούσε τα Ρωμνάκια (τα παιδιά φυσικά της μεσαίας και ανώτερης τάξης, όχι τα πλουσιόπαιδα που δε συμμετείχαν στο έθιμο της φροντίδας των αμνών) με το μακάβριο χαρακτήρα του. Η θλίψη, ωστόσο, δεν κρατούσε πολύ καθώς το καταμεσήμερο τα παιδιά ετοιμάζονταν για την Αγία Ανάσταση και τα πυροτεχνήματα και τα γέλια που συνόδευαν τον ερχομό της. Στους ναούς, κατά την πρώτη Ανάσταση, οι ιερείς, αλλά και το εκκλησίασμα, έκαναν μεγάλο θόρυβο χτυπώντας δυνατά ό,τι μπορούσε να βγάλει ήχο (στασίδια, πόρτες κ.ά.), κουνούσαν τους πολυελαίους και έραιναν με νεραντζόφυλλα τους πιστούς. Μάλιστα, ενδεικτική είναι η φράση που μας ακολουθεί μέχρι σήμερα «έγινε το ανάστα ο Κύριος».

      Τη βραδιά της Ανάστασης, οι ναοί ήταν κατάμεστοι από τους πιστούς που περίμεναν την αναγέννηση από το Άγιο φως. Με το μήνυμα πως ο «Χριστός Αναστήθηκε» το πλήθος ξεσπούσε σε ευχές, φιλιά και στο τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών που ακούγονταν ρυθμικά στα προαύλια των ναών. Για τους υπόδουλους Μικρασιάτες, η στιγμή συμβόλιζε και μιαν άλλη ανάσταση. Έβρισκαν την ευκαιρία να εκφράσουν θορυβωδώς τον άσβηστο πόθο για λευτεριά, αγνοώντας πλήρως την παρουσία των επισήμων τουρκικών αρχών στη μεγάλη χριστιανική γιορτή.

      Μετά την εκκλησία, επέστρεφαν στο σπίτι όπου οι οικογένειες έτρωγαν σούπα αυγολέμονο, τηγανητά εντόσθια, μυζήθρες και τσουγκρισμένα, κόκκινα αυγά. Σε αυτό το σημείο αξίζει να τονίσουμε πως, η μαγειρίτσα ήταν παντελώς άγνωστη στην Ελλάδα πριν το 1922. 

      Η μέρα της Λαμπρής ξημέρωνε άκρως γιορτινή και χαρούμενη. Το πρωί πήγαιναν όλοι στην εκκλησία ντυμένοι με επίσημα ρούχα. Οι δρόμοι πλημμύριζαν από γέλια, ευχές και αυτοσχέδια γλέντια γεμάτα νόστιμα, πασχαλινά εδέσματα. Το έθιμο του σουβλιστού αρνιού δεν υπήρχε στη Μικρασία, στο Αιγαίο και στα περισσότερα ελληνικά μέρη. Το λαμπριάτικο τραπέζι ήταν σχετικά λιτό: αρνί στο φούρνο, σε κληματόβεργες ή μαγειρευτό. Ένα από τα βασικά και χαρακτηριστικά έθιμα των ιωνικών παραλίων και των μικρασιατικών νησιών από την Ίμβρο μέχρι το Καστελόριζο είναι τα τσερκένια (οι χαρταετοί), οι κούνιες και το λέμπι. Οι κούνιες που πάνε από τη γη στον ουρανό συμβολίζουν από τα πανάρχαια κιόλας χρόνια την Ανάσταση και την ανάταση των ψυχών. Το έθιμο αυτό διασκέδαζε μικρούς και μεγάλους και  το έφεραν οι πρόσφυγες και στην Ελλάδα.

     Ο κύκλος των εορτών του Πάσχα έκλεινε με το πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής του Λυθριού. Ο κόσμος αυτή τη μέρα πήγαινε να προσκυνήσει επίσης στα πολυάριθμα ξωκλήσια και στα αγιάσματα που υπήρχαν διάσπαρτα στις εξοχές, όμως χωρίς ιδιαίτερες διασκεδάσεις. 

    Όπως διαπιστώνουμε το Πάσχα, για όλη τη Μ. Ασία αποτελούσε ένα κορυφαίο θρησκευτικό γεγονός που ήταν ταυτισμένο με την άνοιξη και την εποχή της γονιμότητας και της ευημερίας, ενώ τα περισσότερα από τα έθιμα που προαναφέρθηκαν αναβιώνουν κάθε χρόνο μέχρι σήμερα, θυμίζοντάς μας πως ο ελληνικός πολιτισμός είναι κάτι βαθιά ριζωμένο μέσα μας. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο καθηγητής λαογραφίας κ.Μανώλης Βαρβούνης, «σήμερα, που οι όροι και οι συνθήκες της ζωής έχουν ριζικά αλλάξει, το Πάσχα συνεχίζει να έχει για όλους μας την ίδια θρησκευτική, συναισθηματική και οικογενειακή αξία, καθώς κατά κανόνα συνδυάζεται με την πρόσκαιρη επιστροφή στους γενέθλιους τόπους καταγωγής μας. Εκεί, μέσα στη λαμπρή ελληνική φύση, αναδημιουργούμε τους δεσμούς με τον τόπο και τους ανθρώπους, και αναδομούμε το σύστημα των αντιστάσεών μας να μπορέσουμε να υπομείνουμε τους ρυθμούς που η σύγχρονη πραγματικότητα επιβάλλει. Τα πασχαλινά μας έθιμα και το αναστάσιμο ήθος του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού μας δείχνουν τον τρόπο και το ήθος της ελληνορθόδοξης αντίστασης απέναντι σε όσα ήρθαν, σε όσα έρχονται και σε όσα θα έρθουν».

 

Πηγές:

Νίκος Καραράς, το Κορδελιό (1971), Ενωσης Σμυρναίων,

Θοδωρής Κοντάρας, Μικρασιατική Ηχώ, Σμυρναικές Σελίδες,

Δελτίο Κάτω Παναγιάς

 Κώστας Δ. Σεραφείμ, «Λαογραφικά της Αργολίδος», Αθήνα, 1981.

Όλγα Βατίδου, «Ρωμνάκια & Παληά Σμύρνη», Αθήνα, 1965

Δημήτριος Σ.Λουκάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, Αθήνα, 1992

Μανώλης Γ.Βαρβούνης, Οι εορτές του Πάσχα στην ελληνική λαϊκή εθιμοταξία, Κομοτηνή, 2018

www.orthodoxianewsagency.gr

www.arxeion-politismou.gr