Σφαγεία, ένα τοπωνύμιο, μια ιστορία

Σφαγεία, ένα τοπωνύμιο, μια ιστορία

Η ίδρυση σφαγείων στην ελεύθερη Αθήνα ανάγεται στην εποχή της δημαρχίας Δημητρίου Καλλιφρονά, ο οποίος εγκατέστησε το πρώτο υποτυπώδες σφαγείο στην απόμερη περιοχή του Αστεροσκοπείου. Το 1856, επί δημαρχίας Κ. Γαλάτη, η δραστηριότητα μεταφέρεται πίσω από τον λόφο του Φιλοπάππου, προς τον αδικοχαμένο λόφο Σικελίας. Εκεί θα παραμείνει μέχρι την δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, δηλαδή μέχρι τη μεταφορά στα νέα Σφαγεία της οδού Πειραιώς. 

Τα σχέδια για την ανέγερση Σφαγείων που είχαν καταρτιστεί από τον στρατιωτικό μηχανικό Ιφικράτη Κοκκίδη το 1893. Δεν υλοποιήθηκαν λόγω της οικονομικής αδυναμίας του Δήμου Αθηναίων να ανταπεξέλθει στο κόστος, αποτέλεσμα της σφοδρής οικονομικής κρίσης.  

Η ίδρυση σύγχρονων Δημοτικών Σφαγείων είχε τεθεί ως θέμα επί πολλές δεκαετίες αλλά το κόστος ήταν αποτρεπτικό. Επί δημαρχίας Εμμανουήλ Μπενάκη σχεδιάσθηκαν τα πρώτα υπερσύγχρονα σφαγεία πάνω σε γερμανικά πρότυπα. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρέθηκε η περιοχή του Ταύρου. Ήταν έρημη, βρισκόταν κοντά στο κέντρο της πόλης,  διέθετε τον άξονα της οδού Πειραιώς και εκεί το δημόσιο είχε δική του γη. Λόγω οικονομικής στενότητας εγκαταλείφθηκαν τα μεγαλεπήβολα σχέδια και τα νέα προσαρμόστηκαν στις οικονομικές δυνατότητες της εποχής. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε από τον Εμμανουήλ Μπενάκη (Μάρτιος 1916) αλλά λόγω των ιδιαίτερων εθνικών και πολεμικών συνθηκών που επικράτησαν το έργο ολοκληρώθηκε από τον δήμαρχο Σπυρίδων Πάτση το 1920. 

Η εγκατάσταση περιτειχίστηκε και περιελάβανε διάφορα οικήματα (διεύθυνσης, εισπράκτορα, αστυκτηνίατρου, αστυνόμου, φύλακα, σταθμού χωροφυλακής), ένα καφενείο και τρία υπόστεγα. Η πρόσοψή τους σώζεται ακέραια μέχρι σήμερα, δίπλα από το Δημαρχείο Ταύρου. Όταν ανεγέρθηκαν εντυπωσίαζαν τους επισκέπτες, ο πρωτοποριακός κλίβανος, όπου καταστρέφονταν οι υγρές ουσίες και το πλούσιο φρέαρ με το άφθονο νερό και την δεξαμενή του. Παραπλεύρως και γύρω από τα Δημοτικά Σφαγεία, συγκεντρώθηκαν πρόχειρα παραπήγματα και παράγκες που ανήγειραν έμποροι και χρησίμευαν ως αποθήκες ζώων αλλά και ως χώροι κατεργασίας των εντέρων και των δερμάτων των ζώων. Σε μικρά καφενεία σύχναζαν τσέλιγκες και ζωέμποροι, μετρώντας τις χάντρες των κομπολογιών τους. Πωλούσαν, αγόραζαν, συνεννοούνταν με τους κρεοπώλες και κανόνιζαν τις τιμές. Είχε δημιουργηθεί ένα είδος χρηματιστηρίου των ζώων όχι μόνον της Ελλάδας, αλλά και της Αλβανίας και όλων των βαλκανικών χωρών. 

Μεταξύ των Σφαγείων και των Φυλακών Συγγρού, ανάμεσα στον κάμπο, λειτουργούσαν τέσσερα «εντεροκομεία», τα κοινώς αποκαλούμενα «αντεράδικα». Ιδιοκτήτες οι Π. Λάσκαρης, Κατσιάνος και ο Φέλτμαν (Ρώσοι). Μικρές και άσχημες παράγκες, με πρωτόγονες εγκαταστάσεις. Η βαριά μυρωδιά απλωνόταν σ’ όλη την περιοχή προκαλώντας συχνά διαμαρτυρίες. Η βιομηχανία επεξεργασίας εντέρων στην Ελλάδα αναπτύχθηκε την δεκαετία 1920 και με την εγκατάσταση τριών εργοστασίων στην περιοχή, αρκετοί ξένοι αλλαντοποιοί είχαν στρέψει το βλέμμα τους στην Αθήνα. Ήταν τέτοια η παραγωγή ώστε πραγματοποιούνταν και εξαγωγές σε Αμερική, Γερμανία και Τσεχοσλοβακία. 

Ο Μιχ. Ροδάς γράφοντας για την κατάσταση που προκαλούσαν τα εντεροκομεία, συμπλήρωνε πως σε αυτήν ερχόταν να προστεθεί και το πέλαγος του ακάθαρτου πολτού, η «βρωμερή λίμνη» που σχημάτιζε η πάλαι ποτέ ακμάζουσα στέρνα, η «χάμω στέρνα»! Εκεί έβρισκαν να αδειάζουν τα βυτία τους οι επιχειρηματίες εκκενώσεως των βόθρων. Στη θέση «Χαμοστέρνα» λοιπόν, στο παλαιό τουρκικό υδραγωγείο, πίσω ακριβώς από τις Φυλακές Συγγρού έδιναν το ραντεβού τους ο δάγκειος πυρετός, ο τύφος και κάθε ασθένεια που ξεκινούσε από εκεί για να απλωθεί στην πόλη. Το σκηνικό αυτό, σε συνδυασμό με την χρήση των φυλακών και τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή, καθόριζαν και τη φυσιογνωμία της κατά τα προπολεμικά χρόνια. 

Τα Σφαγεία στην περιοχή του Ταύρου αποτελούσαν προπολεμικά το θέατρο όπου λάμβαναν χώρα πολιτικές ζυμώσεις. Εκεί είχαν αποφασίσει να εγκαταστήσουν και το δικό τους «σχολείο» οι εξτρεμιστές αρχειομαρξιστές, μια οργάνωση η οποία είχες ως πρότυπο αρχικώς τον ρωσικό μπολσεβικισμό. Σε μια παράγκα της περιοχής των Σφαγείων είχαν εγκαταστήσει το αρχηγείο τους οι αρχειομαρξιστές, οι οποίοι φρόντιζαν να μυήσουν στην οργάνωση νέους μαθητές και εργάτες . Αλλά τότε η Ασφάλεια δεν αστειευόταν. Το 1925 με μια επιχείρηση αστραπή συνέλαβαν τους πρωτεργάτες, οι οποίοι δικάστηκαν αυθημερόν και μοιράστηκαν ποινές φυλακίσεως και εκτοπίσεις. Εκείνο το πλήγμα ήταν καίριο για την οργάνωση των αρχειομαρξιστών. Ο χώρος επέτρεπε να καταφεύγουν εκεί απεργοί και τα επεισόδια συγκρούσεων με την αστυνομία ήταν συχνά, ενώ στην μάντρα των Σφαγείων έγιναν εκτελέσεις αγωνιστών.  

Οι σκηνές έντασης στα Σφαγεία ήταν συνεχείς. Την περιοχή προτιμούσαν και οι πάσης φύσεως απεργοί για να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους, υποστηριζόμενοι από τους εκδοροσφαγείς. Συχνά ήταν τα επεισόδια με την Αστυνομία, οι άνδρες της οποίας πυροβολούσαν στον αέρα όταν οι απεργοί τους λιθοβολούσαν ταμπουρωμένοι στα καφενεία της περιοχής. Σχεδόν καθημερινά το αστυνομικό δελτίο περιείχε ειδήσεις από την περιοχή των σφαγείων για εγκλήματα τιμής, συρράξεις παρανόμων, φόνους, μαχαιρώματα και τραυματισμούς. Στην ίδια περιοχή εγκαταστάθηκε και μεγάλος αριθμός προσφύγων καταλαμβάνοντας δημοτικά οικόπεδα. Η παρουσία τους έδωσε μια διαφορετική νότα στην κοινωνική σύνθεση, ενώ από το 1932 εκλεγόταν και η «μις Σφαγεία» 

Στην είσοδο των Σφαγείων, επί της Πειραιώς, υπήρχε το περίφημο πατσατζίδικο του Λαμπράκη, σημείο αναφοράς στη νυχτερινή ζωή της Αθήνας. Ο ιδιοκτήτης ήταν κουμπάρος του Καζαντζίδη και στο jukebox  ακουγόταν μόνο τραγούδια του, παρόλο που από εκεί πέρναγαν καθημερινά επώνυμοι και ανάμεσά τους γνωστοί τραγουδιστές της εποχής. 

Τα Νέα Δημοτικά Σφαγεία, που τη δεκαετία του ’50 επεκτάθηκαν και κάλυψαν όλο το οικόπεδο που είχαν από την αρχή στη διάθεσή τους, λειτούργησαν ως τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Από τότε ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση για την αξιοποίηση του χώρου, που διοικητικά ανήκε στο δήμο Ταύρου (σήμερα Ταύρου-Μοσχάτου) αλλά ιδιοκτησιακά στο δήμο Αθηναίων. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο δήμος κατεδάφισε μερικά από τα βοηθητικά κτίρια για να αποσυμφορήσει το χώρο και το 1984 προχώρησε σε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Από τη μελέτη που προέκυψε διαμορφώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, 5 από τα 17 στρέμματα της έκτασης και το 1997 αποδόθηκε ολόκληρος ο χώρος στο δήμο Ταύρου, ενώ η πολιτεία κήρυξε διατηρητέα τρία από τα κτίρια του συγκροτήματος των Σφαγείων. Ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου του τότε ΥΠΕΧΩΔΕ για την ανάδειξη του άξονα της οδού Πειραιώς, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση ακινήτων που βρίσκονται στις δύο πλευρές και ανήκουν σε φορείς του Δημοσίου.  

Τα διατηρητέα αναστηλώθηκαν και μετατράπηκαν σε εργαστήρια τέχνης, μουσικής και χορού με σημαντική δραστηριότητα για πάνω από δύο δεκαετίες, στεγάζοντας το Πνευματικό Κέντρο του δήμου Μοσχάτου- Ταύρου της κοινότητας Ταύρου. Τα καλλιτεχνικά τμήματα (Μουσική Γωνιά, Θεατρικό εργαστήρι ‘’Εν Δράσει’’, Ταυρίωνες, μπαλέτο, ζωγραφική, βιτρό και το σχετικά νεότερο τμήμα Μουσικοκινητικής ΑμεΑ έχουν συμβάλλει σημαντικά στην αναβάθμιση της πολιτιστικής ταυτότητας του δήμου. Με ποιοτικές εκδηλώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και με μαθητές τους ίδιους τους κατοίκους του δήμου αλλά και άλλων περιοχών, συντελούν όχι μόνο στη ψυχαγωγία αλλά προσφέρουν γνώση, βελτιώνουν τις δεξιότητες των πολιτών, απελευθερώνουν την κρίση και την σκέψη τους και ενισχύουν την  συνεργασία και την ομαδικότητα. 

Στις 23 Ιουλίου του 2020 μια μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος των Σφαγείων. Αυτό το γεγονός βύθισε στη θλίψη ολόκληρη την πόλη γιατί χάθηκε ένα σπουδαίο κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας της περιοχής που είναι άρρηκτα δεμένο και με την πολιτιστική της δράση. Ωστόσο περισσότερο από ποτέ άλλοτε και άμεσα, ενώθηκαν όλοι, φορείς και πολίτες και προσπαθούν να συνεισφέρουν με όλες τους τις δυνάμεις για την ανακατασκευή τους. Μια ανακατασκευή που θα φέρει ανανέωση, αισιοδοξία και χαμόγελα. Άλλωστε τα Σφαγεία ανήκουν στο κοινωνικό σύνολο, στον συνάνθρωπο, στον δημότη. 

(Πηγή: www.taathinaika.gr )