Παροιμίες, βελλερισμοί κι αντιπαροιμίες

Παροιμίες, βελλερισμοί κι αντιπαροιμίες

     Η παροιμία είναι λαογραφικό είδος, τόσο φιλοσοφικό όσο και κοινωνιολογικό, αφού στηρίζεται είτε στην ανθρώπινη σκέψη είτε σε πείρα από τα παθήματα και τα κοινωνικά επεισόδια (Λουκάτος 1992:123). Η λαϊκή σοφία είναι αναντίλεκτα η πιο πρόχειρη, η πιο θετική και η πιο αγαπητή γνωμολογία στις πιο κατάλληλες περιστάσεις, αφού ο λαός, με αλάθητο ένστικτο, αξιολογεί την ανθρώπινη συμπεριφορά χρησιμοποιώντας την επικαιρότερη γνώμη με τη μεγαλύτερη συντομία, συχνά τοποθετώντας την έννοια σε ωραίο αισθητικό σχήμα (μεταφορά, παρομοίωση, υπερβολή, αντίθεση, ομοιοτέλευτο κλπ.). Η δημιουργική πνοή της ψυχής του ελληνικού λαού που αποτυπώνεται στα  «ποιητικά του συνθέματα», τις παροιμίες και τα παραμύθια, μας υπαγορεύει το βαθύ σεβασμό της νεοελληνικής πολιτισμικής μας παράδοσης, η οποία είναι γνήσιο προϊόν της συλλογικής ζωής. Οφείλουμε να τιμούμε τη λαϊκή μας παράδοση και να την διαφυλάττουμε διαφορετικά «υποβαθμίζουμε αδικαιολόγητα την εθνική μας συνείδηση» και μειώνουμε το γόητρο του ιστορικού μας λαού (Παναγούλιας 1981:9-10). Η παροιμία αποτελεί ίσως το πιο γνωστό είδος λαϊκής λογοτεχνίας, με ιδιαίτερα μεγάλο ειδολογικό εύρος: τα παροιμιακά είδη μπορούν να κλιμακωθούν από τα παροιμιακά στοιχεία του καθημερινού γνωμικού ή θυμοσοφικού λόγου μέχρι πλήρεις μετρικές μορφές και από τυπικές λέξεις ή φράσεις μέχρι μεγάλες παροιμιακές ιστορίες. Η παροιμία, λοιπόν, επικοινωνεί με άλλα είδη της λαϊκής λογοτεχνίας και μόνο η ανάγκη της επιστήμης για κατατάξεις μπορεί να της βάλει κάποια όρια (Σκαρτσής 1997:9).

      Ο Αριστοτέλης υπήρξε από τους πρώτους παροιμιογράφους και , κατά τον Διογένη Λαέρτιο, έγραψε βιβλίο με τίτλο Περί παροιμιών. Ακολούθησαν αρκετοί ακόμα αρχαίοι (Κλέαρχος ο Σολεύς, Χρύσσιπος, Θεόφραστος, Πλούταρχος, Συνέσιος, Δήμων, Αριστοφάνης Βυζάντιος, Δίδυμος κ.ά.) και βυζαντινοί (Μιχαήλ Γλυκάς, Γρηγόριος ο Κύπριος, Φιλάδελφος Μακάριος και Μιχαήλ Αποστόλης) συλλογείς και σχολιαστές, εκ των οποίων όμως σχεδόν όλοι ενσωμάτωναν στους ορισμούς τους τον λακωνικό αλλά περιεκτικότατο ορισμό του Αριστοτέλη (Ρηγάτος 1997:3): Παροιμίαι παλαιάς εισί φιλοσοφίας…εγκαταλείμματα, εν ταις μεγίσταις των ανθρώπων φθοραίς απολομένης, περισωθέντα δια συντομίαν καί δεξιότητα (Δουλαβέρας 2010: 18). O μεγάλος πενεπιστήμων συμπληρώνει ακόμα ότι οι παροιμίαι εισί μεταφοραί από είδους εις είδος, δηλαδή οι παροιμίες ενώ κάνουν λόγο για ένα πράγμα, εννοούν άλλο (Δουλαβέρας 2010:18). Παροιμία, λοιπόν, είναι: ο μικρός έμμετρος ή πεζός λόγος, που διατυπώνει παραστατικά και συχνότατα αλληγορικά μια σοφή γνώμη, μια διαπίστωση, μια συμβουλή, και που επαναλαμβάνεται στον καθημερινό λόγο, σαν επιχείρημα ή σαν παράδειγμα» (Λουκάτος 1992:123).

        Ο Δημήτριος Λουκάτος εισάγει για πρώτη φορά τον όρο παροιμιόμυθοι ή μυθοπαροιμίες αντί του όρου παροιμιακές φράσεις. Οι παροιμιόμυθοι «κρύβουν μέσα τους ολόκληρο μύθο, που μοιάζει σαν περίληψή τους (…). Ανακατεύονται δηλαδή οι μύθοι με τις παροιμίες, σε φραστικό σχήμα παροιμιόμυθου» (Σκαρτσής 1997:24). Ο όρος παροιμιόμυθος «σημαίνει το παροιμιακό μικροκείμενο, που δίνει ή προϋποθέτει ένα μύθο, μια λαϊκή διήγηση, μέσα στη σύνθεση ή στη διατύπωσή του. Θα μπορούσε να λέγεται και μυθοπαροιμία, αφού χρησιμοποιείται σαν παροιμία στο λόγο μας. Το βάρος όμως της σημασίας του πέφτει πάντα στον εσώτερο μύθο» (Λουκάτος 1972: ιθ).

     Ο καθηγητής της Λαογραφίας διακρίνει τους παροιμιόμυθους στις εξής κατηγορίες (Σιεττός 2009:13): 

Α) Αφηγηματικοί.

Πχ: (Λουκάτος, αρ.31):  Δυο γαϊδάροι εμαλώναν σ’ ένα ξένον αχεριώνα.

Συχνή παροιμία. Τη διατυπώνει βυζαντινά και ο Πλανούδης: «Δύο όνοι αμάχοντο επί ξένης θημωνίας» (Kurtz 104). «Η συνέχεια του “μύθου” θα ήταν: Ήρθε ο νοικοκύρης του αχερώνα και τους εκυνήγησε» (Λουκάτος 1972: 10).

Β) Περιγραφικοί.

Πχ: (Λουκάτος, αρ.167): Αλλού τα κακαρίσματα, κι’ αλλού γεννούν οι κότες.

Συχνότατη εικόνα από την αγροτική ζωή με πλήθος παραλλαγών. Από αλλού περιμέναμε ένα γεγονός κι από αλλού ακούστηκε ή άλλοι είναι οι ύποπτοι κι άλλοι οι ένοχοι (Λουκάτος 1972: 53).

 Γ) Διαλογικοί.

Πχ: (Λουκάτος, αρ.248): -Αδερφέ γιατί ίδρωσες;

                                        -Εμιλούσα με τρελό!

Για να συνεννοηθείς με κάποιον που δεν έχεις σώας τας φρένας χρειάζεται κόπος, αν και αυτός είναι μάταιος (Λουκάτος 1972: 71).

Δ) Φραστικοί (σε αυτούς υπάγονται και οι βελλερισμοί που θα αναλυθούν παρακάτω).

Πχ: (Λουκάτος, αρ.337): Άλλα ν’ τα’ άλλα κι’ άλλο της Παρασκευής το γάλα!

Πανελλήνια φράση που λέγεται για να ξεχωρίσουμε διαφορετικές απόψεις και καταστάσεις. Κατά τον Λουκάτο, την είπε ένας Δεσπότης που, ενώ απαγόρευε το γάλα την Παρασκευή, διατηρούσε κάποιες αμαρτωλές σχέσεις που, προφανώς, θεωρούσε ελαφρότερο παράπτωμα (Λουκάτος 1972: 75).

Ε) Παρομοιαστικοί.

Πχ: (Λουκάτος, αρ.510): Αυτός κάνει σαν την αίγα, που την αρμέγουνε, και με μιαν ανεποδαριά (=πισωκλοτσιά) χύνει το γάλα.

Πρόκειται για κρητικό παροιμιόμυθο. Λέγεται για όποιον καταστρέφει με τον τρόπο του τις ευεργεσίες ή την ως τώρα υπόληψή του (Λουκάτος 1972: 155).

 

        Το φαινόμενο της συνεκφοράς μιας παροιμίας ή παροιμιακής φράσης μαζί με το πρόσωπο που, σύμφωνα με την παράδοση την είπε κάποτε και κάπου, έχει το όνομα βελλερισμός. Το όρο wellerism χρησιμοποίησε πρώτος το 1931 ο Αμερικανός παροιμιολόγος Arthur Taylor, στο βιβλίο του «The Proverb». Αυτός ο τεχνικός όρος του Taylor, ικανοποίησε περισσότερο τους σημερινούς λαογράφους που τον υιοθέτησαν και τον χρησιμοποίησαν στην παροιμιολογία του τόπου τους (π.χ. Arnold Van Gennep: «Wellérismes fran», Raffaele Corso: «Wellerismi Italiani» κ.ά.) (Λουκάτος 1953: 442-444). Σύμφωνα με τον  Archer Taylor η παροιμία αποτελεί σοφία . τη σοφία των πολλών. Για αυτό και ο ρόλος της είναι τόσο πρακτικός όσο και ηθικός (Taylor 1994: 3-4). Αυτή η σοφία όμως πηγάζει από την ευφυία, από το πνεύμα του ενός που παίρνει την πρωτοβουλία να την διατυπώσει. Ο βελλερισμός αποτελεί - ή ισχυρίζεται πως αποτελεί­ - το αποτέλεσμα της πνευματικής οξύτητας του ενός αλλά, βέβαια, δεν αποτελεί απαραίτητα ιστορική αλήθεια (Taylor 1994: 8).

       Στην Ελλάδα, ο Νικόλαος Πολίτης πρόσεξε την ενισχυμένη από τρίτο πρόσωπο διατύπωση της παροιμίας, στην οποία έδωσε το χαρακτηρισμό «παροιμία μετά προλόγου», που όμως περιορίζει το φαινόμενο καθώς αυτό εμφανίζεται όχι μόνο στην αρχή αλλά και στο τέλος της παροιμίας. Συνεπώς, ο ενσωματωμένος στη λαογραφία πολλών - πλούσιων γλωσσικά και φιλολογικά - λαών όρος βελλερισμός, είναι μάλλον ο καλύτερος που μπορούμε να δεχτούμε (Λουκάτος 1953: 444). Το φαινόμενο του βελλερισμού είναι γνωστό τόσο στην αρχαία ελληνική παροιμιολογία όσο και στη βυζαντινή και νεοελληνική (Λουκάτος 1953: 445-447). Ο Λουκάτος γράφει για το βελλερισμό πως αποτελεί «φράση ή παροιμία ειπωμένη μαζί με το πρόσωπο που τη χρησιμοποίησε» (Σκαρτσής 1997:24). Ο λαογράφος χωρίζει τους βελλερισμούς σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: Τους ανεκδοτικούς βελλερισμούς, τους απλούς φραστικούς βελλερισμούς και τους γνωμικούς έμμετρους βελλερισμούς. Στους απλούς φραστικούς βελλερισμούς υπάγονται οι βελλερισμοί με κύρια ονόματα χωρικών, οι βελλερισμοί με κύρια ονόματα ιστορικά, οι βελλερισμοί με ονόματα προσηγορικά, οι βελλερισμοί με ονόματα εθνικά και οι βελλερισμοί με ζώα (Λουκάτος 1953: 448-454). Σύμφωνα με το Λουκάτο, οι βελλερισμοί σαν φαινόμενο ανήκουν στον ανεκδοτικό παροιμιακό λόγο, όπου μπορούμε να κατατάξουμε και τις διαλογικές παροιμίες που είναι συχνότατες στην νεοελληνική παροιμιολογία (Λουκάτος 1953: 455). Κατά τον Blehr, οι βελλερισμοί μπορούν να εξεταστούν ως αφετηρία για την κατανόηση του τι είναι τελικά παροιμία, παρότι κάποιοι μελετητές όπως ο Holbek εξαιρούν τους βελλερισμούς από το σώμα των παροιμιών. Ο μελετητής πιθανόν στρέφεται στους βελλερισμούς καθώς αυτοί γνωρίζουν τοπική διάδοση και είναι ευκολότερο να μελετηθούν από τις παροιμίες γενικά που, πολύ συχνά, έχουν διεθνή χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση ο Blehr  επισημαίνει το στοιχείο που επιδιώκεται μέσω της παροιμίας, το οποίο είναι η επικοινωνία (Blehr 1973:244-245).

Παραδείγματα βελλερισμών:

  • Ενενήντα εννέα, κι’ άλλ’ έναν, εκατόν  (Λουκάτος, αρ.497).

         Είπε η οσία Μαρία, που δεν μπόρεσε να αντέχει τον πειρασμό. «Η οσία Μαρία η Αιγυπτία, πριν αγιάσει, ήταν μια αμαρτωλή, που ζούσε με τους άντρες. Όταν ασκήτευε, της παρουσιάστηκε ξανά ο πειρασμός. Θυμήθηκε τις 99 ως τότε αμαρτίες της κι’ είπε να τις κάμη 100, να ησυχάση»(Λουκάτος 1972: 149).

  • Ο κύβος ερρίφθη.

       Η έκφραση ερρίφθη ( ή ανερρίφθη) ο κύβος χρησιμοποιείται όταν πρόκειται να πάρουμε κάποια αμετάκλητη απόφαση. Τη φράση - που αποδίδεται στον Έλληνα ποιητή Μένανδρο (342-290 π.Χ.) - χρησιμοποίησε ο Ιούλιος Καίσαρας όταν, επιστρέφοντας από τη Γαλατία, έλαβε την απόφαση να περάσει με το στρατό του τον Ρουβικώνα ποταμό το έτος 49 π.Χ., πράγμα που σήμανε την έκρηξη του εμφυλίου πολέμου. Λόγω του γεγονότος αυτού επικράτησε και η έκφραση διέβει τον Ρουβικώνα, που χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος παίρνει τη σωστή απόφαση, ενεργεί «μυαλωμένα», ώριμα (Νατσούλης 1983:97).

  • Μολών λαβέ.

    =Έλα να τα πάρεις (Πλούταρχ. Αποφθέγμ. Λάκων). Είναι η απάντηση που έδωσε σύμφωνα με την παράδοση ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, όταν πριν από τη μάχη του πρότεινε ο βασιλιάς των Περσών Ξέρξης να παραδώσουν οι Έλληνες τα όπλα. Μεταχειριζόμαστε αυτή τη φράση όταν κάποιος μας ζητά κάτι που δε θέλουμε να του δώσουμε (Νατσούλης 1983:156).

  • Πίσω μου σ’ έχω σατανά

        Ή: Ύπαγε οπίσω μου Σατανά.

      Ο ευαγγελιστής Ματθαίος (ΙΣΤ’) γράφει: «Και παραλαβών αυτόν ο Πέτρος κατ’ ιδίαν ήρχισε να επιτιμά αυτόν, λέγων . γενού ίλεως εις σεαυτόν Κύριε . δεν θέλει γίνει τούτο εις σε. Εκείνος δε στραφείς προς τον Πέτρον είπε προς αυτόν. Ύπαγε οπίσω μου Σατανά» (Σιέττος 2009: 175).

  • Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω.

     Φέρουσι δε προς αυτόν (τον Χριστόν) οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι γυναίκα συλληφθείσαν επί μοιχεία, και στήσαντες αυτήν εν τω μέσω, λέγουσι προς αυτόνΔιδάσκαλε, αυτή η γυνή συνελήφθη επ’ αυτοφώρω μοιχευομένη. Εν δε τω νόμω ο Μωυσής προσέταξεν ημάς να λιθοβολώνται αι τοιαύται. Συ λοιπόν τι λέγεις;… Και επειδή επέμενον ερωτώντες αυτόν, είπε προς αυτούς: «Ο αναμάρτητος (εξ ημών) πρώτος τον  λίθον βαλέτω» (Ευαγγ. Ιωάννου Η.1-7) (Νατσούλης 1983:409).

       Αντιπαροιμίες (anti-proverbs) λέγονται οι παροιμίες που έχουν υποστεί αλλοιώσεις, τροποποιήσεις ή επαυξήσεις. Εισηγητής του όρου anti-proverbs είναι ο καθηγητής W.Mieder, ο οποίος δημοσίευσε στα γερμανικά δύο τόμους με αντιπαροιμίες το 1982 και 1985, ενώ το 1999 κυκλοφόρησε το βιβλίο του  Twisted Wisdom, Modern Anti-Proverbs με τη συνεργασία της AnnaTothne Litovnika, με 3000 αντιπαροιμίες, προερχόμενες από 300 παραδοσιακές. Μερικοί θεωρούν τις διάφορες παροιμιακές προσαρμογές ως δημιουργία νέων παροιμιών. Κατά τον Αριστείδη Δουλαβέρα, πρόκειται απλώς για παραδοσιακές παροιμίες που δανείζουν το λεκτικό τους πλαίσιο για να εκφράσουν νέες ανάγκες επικοινωνίας και πειθούς, ιδιαίτερα στη διαφήμιση. Για τις παροιμίες αυτού του είδους χρησιμοποιούνται και οι όροι new proverbs, modern proverbs, meta-proverbs, pseudo- proverbs, postproverbials ή σπανιότερα sprich-wortartige neuschopfungen (παροιμιοειδείς νεοδημιουργίες),  μεταπλασμένες. Άλλοι κάνουν λόγο για re-making παροιμιών. Επικρατέστερος, πάντως, είναι ο όρος anti-proverbs. Η δημιουργία νέων παροιμιακών νεολογισμών οφείλεται κυρίως στην τεχνολογία (π.χ. μου έδωσε το πράσινο φως, χάσαμε το λεωφορείο) ή σε θεατρικούς τίτλους ή σε διαφημίσεις. Συγγενικό είδος αποτελεί και το σλόγκαν (σύνθημα) (Δουλαβέρας 2010:109-112). Ωστόσο, η δημιουργία παροιμιών με την παραδοσιακή διαδικασία δεν υφίσταται -τουλάχιστον στην Ελλάδα- διότι δεν υπάρχουν εκείνες οι κοινωνικές συνθήκες που τις δημιούργησαν. Η σημερινή «βιοσοφία» του λαού, δεν έχει τη συχνότητα και τις εμπειρίες της παραδοσιακής κοινωνίας με τη μεγάλη συνοχή της και δεν προλαβαίνει να παγιωθεί, να γίνει κοινό κτήμα και να αποκτήσει «παροιμιακότητα». Άλλωστε τα εξωτερικά μηνύματα επικαλύπτουν τα πάντα, αφού πολιορκούν το σημερινό άνθρωπο με απίστευτη συχνότητα και διάρκεια ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στις μέρες μας το «ομαδικό» έχει αντικατασταθεί από το «ατομικό» (Δουλαβέρας 2010:112-113).

      Σε κάθε περίπτωση οι παροιμίες δεν υφίστανται έξω από το συγκείμενό τους, παρά βρίσκονται πάντοτε σε συνάφεια με κάποιο γεγονός, με κάποια προσωπικότητα και τη δράση της, έπειτα από κάποιο συμβάν ή σε σύνδεση με κάποιο φαινόμενο. Σε ιδιάζουσες περιπτώσεις μια παροιμία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αρχή, ως εισαγωγή σε μία ιστορία ή αφήγηση (Čubelić 1974: 910). Γιατί οι άνθρωποι όμως χρησιμοποιούν παροιμίες; Γιατί αυτές αποτελούν έναν οδηγό για τα προβλήματα της ζωής, έναν οδηγό για τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν, αφού συνοψίζουν μια κατάσταση, αποδίδουν δικαιοσύνη ή προσφέρουν ένα μάθημα δράσης. Εκφράζουν την ηθική που αντιπροσωπεύει το μέσο άνθρωπο καθώς με τρόπο συμβιβαστικό προτείνουν τη μέση οδό, τη χρυσή τομή (Taylor1965: 7). Η παροιμία χρησιμοποιείται από τα μέλη μιας κοινωνίας όταν η χρήση της μοιάζει σωστή. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι οι απόψεις, τα μηνύματα που εκφράζονται μέσα από τις παροιμίες είναι στενά συνδεδεμένα με την παράδοση, γι’ αυτό και ο χρήστης μιας παροιμίας μπορεί σε μία αμφίβολη κατάσταση να «κρυφτεί» από την κοινωνική επίκριση, πίσω από το κύρος της παράδοσης (Jason 1971: 617). Σύμφωνα με την Barbara Kinshenblatt-Gimblett, οι παροιμίες μοιάζουν αυθεντικές. Οι αλήθειες που εκφράζουν δίνουν την αίσθηση του απόλυτου. Αυτή η εντύπωση δημιουργείται από την παραδοσιακότητα της παροιμίας και το βάρος που αυτή έχει ως μη προσωπική αλλά γενική πεποίθηση μιας κοινότητας. Ακόμη και η μορφή μιας παροιμίας συμβάλλει στην εντύπωση της ορθότητάς της.  Παρόλα αυτά όμως, η παροιμία δεν εκφράζει πάντοτε απόλυτες αλήθειες, όμως είναι έτσι κατασκευασμένη ώστε να ακούγεται σαν να εκφράζει το απόλυτα σωστό. Αν προσέξουμε λίγο τις παροιμίες και το ρόλο τους θα καταλάβουμε πως συχνά αντιφάσκουν μεταξύ τους. Αυτό συμβαίνει γιατί η χρήση των παροιμιών εξαρτάται από τους συμμετέχοντες σε μια κατάσταση, από το «ρεπερτόριο» των παροιμιών των συμμετεχόντων και την αντίληψή τους για το νόημα και τις χρηστικές δυνατότητες των παροιμιών και από το σκοπό που οι συμμετέχοντες επιθυμούν να εκπληρώσουν σε μία κατάσταση (Kinshenblatt-Gimblett 1973: 821).

       Η παροιμία αποσκοπεί στη διδαχή του ακροατή. Κριτικάρει τη συμπεριφορά του ανθρώπου και τον προειδοποιεί για διάφορους κινδύνους. Αυτά τα πραγματοποιεί με δύο τρόπους: είτε απευθύνεται ευθέως στον ακροατή συμβουλεύοντάς τον τι να κάνει και τι όχι είτε συνοψίζει την εμπειρία της ζωής και αφήνει τον ακροατή να συνάγει τα συμπεράσματά του και να τα αξιοποιήσει, μέσα από τη συμπεριφορά του, στο μέλλον (Jason 1971 : 618).Οι παροιμίες είναι από τα πιο ζωντανά και πιο δυναμικά στοιχεία της λαϊκής μας παράδοσης (Δουλαβέρας 2010:63), είναι «το είδος εκείνο της λαϊκής λογοτεχνίας, το οποίο αποδείχτηκε το μακροβιότερο και με την προοπτική μιας ακόμα πολύ μακράς επιβίωσης» (Αλεξιάδης 2008:107). Ο παραδοσιακός χαρακτήρας των παροιμιών και η «γλωσσική τους ζωτικότητα» είναι τα στοιχεία που τους εξασφαλίζουν τη διάρκεια και τη διαχρονικότητα, που εκδηλώνεται και με τον τρόπο που συνδυάζουν τον εθνικό με το διεθνικό τους χαρακτήρα (Σκαρτσής 1997:39).

       

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση:

  1. Αλεξιάδης Μ. Αλ. (2008). Νεωτερική Ελληνική Λαογραφία, 2η έκδ., συμπληρωμένη [1η έκδ.: 2006]. Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου- Α. Καρδαμίτσα.
  2. Δουλαβέρας Α.Ν. (2010). Νεοελληνικός Παροιμιακός Λόγος. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη.
  3. Λουκάτος Δ.Σ. (1953). Βελλερισμοί. Θεσσαλονίκη: Δημοσιεύματα Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (Ανάτυπο εκ του παραρτήματος των Ελληνικών , αρ. 4).
  4. Λουκάτος Δ.Σ. (1972). Νεοελληνικοί Παροιμιόμυθοι. Αθήνα: Εκδοτική Ερμής Ε.Π.Ε.
  5. Λουκάτος Δ. Σ. (1992). Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, 4η έκδ.[1η έκδ.:1977]. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
  6. Νατσούλης Τ. (1983). Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις (προέλευση-ετυμολογία), 3η έκδ. Αθήνα: Ι.Χιωτέλλη.
  7. Παναγούλιας Παν.Ι. (1981). Παροιμίες του λαού μας. Ερμηνεία- ειδολογική κατάταξη, καλολογικά στοιχεία. Αθήνα: Ιστορικές Εκδόσεις Στεφ.Δ.Βασιλόπουλος.
  8. Ρηγάτος Γ.Α. (1997). Ιατρική Παροιμιολογία. Αθήνα: ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις Μονοπρόσωπη ΕΠΕ.
  9. Σιέττος Γ.Β. (2009). Νεοελληνικές Παροιμιακές Φράσεις. Γιατί το λέμε έτσι. Αθήνα: Πύρινος Κόσμος.
  10. Σκαρτσής Σ. Λ. (1997). Η παροιμία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

 

Ξενόγλωσση:

 

  1. Blehr O. (1973). What is a proverb? FABULA 14, 243-246.
  2. Čubelić T. (1974). The characteristics and limits of folk proverbs within the system and structure of oral folk literature. PROVERBIUM 23, 243-246.
  3. Jason H. (1971). Proverbs in society: The problem of meaning and function. PROVERBIUM 17, 617-623.
  4. Kinshenblatt-Gimblett B. (1973). Toward a theory of proverb meaning. PROVERBIUM 22, 821-827.
  5. Taylor A. (1965). The study of proverbs. PROVERBIUM 1, 1-10.
  6. Tylor A.(1994). The Wisdom of Many and the Wit of One. The Wisdom of Many: Essays on the proverb (ed. Wolfgang Mieder and Alan Dundes), University of Wisconsin Press, 3-9.