Γνωστές και άγνωστες αγωνίστριες του 1821 (μέρος 2ο)

Γνωστές και άγνωστες αγωνίστριες του 1821 (μέρος 2ο)

Ελένη Λιαροπούλου ήταν από την Βυτίνα και σύζυγος του Ανδρίκου Λιάρου, για αυτό την φώναζαν και "Ανδρίκαινα". Όταν οι Οθωμανοί του Ιμπραήμ, το 1826, ήρθαν στη Βυτίνα οι κάτοικοι και κυρίως τα γυναικόπαιδα προσπάθησαν να ξεφύγουν. Ενώ ο άντρας της σκοτώθηκε, η Ελένη έτρεξε προς την θέση "Κότρωνος" και από εκεί έπεσε στον γκρεμό, μαζί με το παιδί της που ήταν 20 μηνών, στον ποταμό Λούσιο όπου σκοτώθηκε. Στην Βυτίνα σήμερα υπάρχει σε κεντρικό σημείο της πόλης προτομή της Ελένης Λιαροπούλου.

Μαρία, Μαριώ ή Μαριγώ και Ζαφείρης, ήταν Οθωμανή που την βρήκε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης , την βάφτισε χριστιανή με το όνομα Μαρία, και τον ακολουθούσε παντού σε όλες τις εκστρατείες του, στις συναντήσεις με άλλους καπετάνιους, του μαγείρευε και τον φρόντιζε. Μάλιστα για να μην δημιουργούνται σχόλια από τους άλλους στρατιώτες ντυνόταν αντρικά, έφερε άρματα, πολεμούσε μαζί με τον Καραϊσκάκη, και χρησιμοποιούσε το όνομα Ζαφείρης.

Πασχαλιά Μαρούσια  ήταν από την Νάουσα και βρισκόταν εκεί κατά την Πολιορκία της πόλης από του Οθωμανούς το 1822, και μετά την Πτώση και καταστροφή της πόλης πιάστηκε αιχμάλωτη, πουλήθηκε από τον Μπέη σκλάβα για 150 γρόσια και έπειτα ελευθερώθηκε γυρίζοντας στη Νάουσα.

Η Μαντώ Μαυρογένους ήταν Ελληνίδα αγωνίστρια. Για την συνολική της προσφορά στον αγώνα, τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με τον βαθμό της Αντιστρατήγου. Ήταν μία από τις πιο σημαντικές αγωνίστριες της επανάστασης του 1821 και ήταν πλούσιας οικογενείας. Η Μαυρογένους πέθανε στην Πάρο τον Ιούλιο 1848, μόνη, λησμονημένη και πάμφτωχη, έχοντας ξοδέψει όλη της την περιουσία για τον αγώνα για την ελευθερία.

Γαρυφαλλιά Μιχάλβεη ή Μιχάλμπεη Ψαριανή βρέθηκε από 7 ετών στα σκλαβοπάζαρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όταν απήχθη από τα Ψαρά κατά την καταστροφή του νησιού στις 20 Ιουνίου του 1824. Ταλαιπωρήθηκε ως δούλα και διασώθηκε από Αμερικανό διπλωμάτη ή έμπορο ο οποίος την έστειλε στις ΗΠΑ για να τη φροντίσει ο πατέρας του. Η μικρή δυστυχώς σε ηλικία 13 ετών πέθανε.

Μαρία Μοναρχίδη (Ψαρά 1803 - Αθήνα 1847) ήταν αγωνίστρια της επανάστασης του 1821 και έπειτα κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας. Η παραδοσιακή φορεσιά που φορούσε εκτίθεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Μανώλαινα Μπινιάρη, ήταν από τα άγνωστα, στο ευρύ κοινό, πρόσωπα της επανάστασης αλλά με σημαντική προσφορά σε αυτή που η ιστορία τη διέσωσε με το όνομα του συζύγου της, του Αθηναίου Μανώλη Μπινιάρη. Με το ξέσπασμα της επανάστασης στην Αθήνα, μια  ηλικιωμένη γυναίκα του λαού, η κυρά-Μανώλαινα, εφοδίαζε τους αγωνιστές τακτικά με μπαρούτι. Το προμηθευόταν κρυφά τη νύχτα από το σπίτι του κατασκευαστή Παυλή, το τύλιγε στον μπόγο με τα λερωμένα ρούχα της και με τη δικαιολογία πως πάει να τα πλύνει στο ρέμα της Καλλιρόης, περνούσε μπροστά στα μάτια των Τούρκων, φορτωμένη με τα ρούχα και το μπαρούτι, άλλοτε απ’ τη Μεγάλη Πόρτα (πύλη του Αδριανού) και άλλοτε από την πόρτα της Μπουμπουνίστρας. Όταν έφτανε στο ρέμα που βρισκόταν τότε έξω από την πόλη, παρέδιδε το πολύτιμο υλικό σε ανθρώπους των καπεταναίων, που την περίμεναν την προκαθορισμένη μέρα και ώρα.
 

Λασκαρίνα "Μπουμπουλίνα" Πινότση (Κωνσταντινούπολη 11 Μαΐου 1771 – Σπέτσες 22 Μαΐου 1825) ήταν Ελληνίδα ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Πιθανότατα, υπήρξε η πιο σπουδαία γυναίκα που έλαβε μέρος στην επανάσταση.. Πολέμησε ηρωικά το 1821. Όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε «γενναία μου παλικάρια». Είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους, κάτι που συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, στο Ναύπλιο και στην Τρίπολη. Έτσι τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία. Μετά θάνατον, έλαβε τιμητικά από την Ελληνική Πολιτεία το της Υποναυάρχου.  Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο, μοναδικό στα παγκόσμια χρονικά για γυναίκα.

Δέσπω Σέχου-Μπότση, σύζυγος του Γιωργάκη Μπότση, κυνηγημένη από τους Τουρκαλβανούς μετά τη συνθηκολόγηση του Αλή Πασά με τους Σουλιώτες, οχυρώθηκε με τις κόρες, νύφες και εγγόνια στον πύργο του Δημουλά στη Ρηνιάσα. Ύστερα από σθεναρή αντίσταση ανατίναξε τον πύργο για να μην παραδοθούν στον εχθρό. Ο ηρωισμός της Δέσπως Μπότση, έχει απαθανατιστεί στο γνωστό δημοτικό τραγούδι 

Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.

Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;

Ουδέ σε γάμο ρίχνονται ουδέ σε χαροκόπι.

η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.

Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:

«Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.

εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».

«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,

η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».

Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:

«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε»,

και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.

 

Κυριακή Ναύτη ήταν αγωνίστρια από την Σμύρνη. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Η Κυριακή εκτός του ποσού που έδωσε στην Φιλική Εταιρεία, έδωσε σχεδόν όλη την περιουσία της στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.

Ευφροσύνη Νέγρη, ήταν Φαναριώτισα και είχε μετατρέψει το σπίτι της στην Κωνσταντινούπολη σε χώρο συναθροίσεων Ελλήνων μυημένων στη Φιλική Εταιρεία. Επίσης έκρυβε στο σπίτι της όπλα και εγχειρίδια που προμήθευε με αυτά μελλοντικούς αγωνιστές.

Παπαρήγαινα, ήταν από το Βραχνί Αχαΐας.Το 1826 ο Ιμπραήμ Πασάς μετά την πτώση του Μεσολογγίου περνά στην Πελοπόννησο και στην Πάτρα και παίρνει τον δρόμο για την Τρίπολη. Καίει και λεηλατεί το Βραχνί, ο πληθυσμός όλων των γύρω χωριών και του Βραχνίου βρίσκονται στο Καστράκι όπου μετά από φονική μάχη άλλα γυναικόπαιδα σφάζονται κι άλλα αιχμαλωτίζονται, εκεί τραυματίζεται βαριά η Παπαρήγαινα αλλά επιβίωσε κι έζησε με κομμένο χέρι και το ένα της αυτί.

Στεκούλα Πλαπούτα ήταν ξαδέλφη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και σύζυγος του Δημητρίου Πλαπούτα. Σε κάποια μάχη με τους Λαλαίους Τούρκους αφόπλισε και σκότωσε τον Αχμέτ Αγά.

Σταυριάνα Σάββαινα, ήταν Μανιάτισσα παντρεμένη με τον Γεωργάκη Σάββα που απαγχονίστηκε από τους Τούρκους το 1821.. Μετά τον θάνατο του συζύγου της εντάχτηκε με δικό της ασκέρι αποτελούμενο από γυναίκες στο στρατιωτικό σώμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Πολέμησε στην Άλωση της Τριπολιτσάς , στη Μάχη του Βαλτετσίου, στη Μάχη στα Τρίκορφα, στον Αλμυρό σε μάχες στην Στερεά, στη Μάχη του Διρού και αλλού, μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τους Μαυρομιχαλαίους. Αποσύρθηκε στο Ναύπλιο όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της, χωρίς καμία οικονομική ενίσχυση από το κράτος. 

Δέσποινα Σκιαθίτου-Αρφανή, ήταν από τα Ψαρά. Κατά την Καταστροφή των Ψαρών, αντιστάθηκε και προσπάθησε να κρυφτεί και να σωθεί από τους Οθωμανούς, αλλά αυτοί την συνέλαβαν και την κάρφωσαν επάνω σε μία πόρτα όπου πέθανε με μαρτυρικό θάνατο.

Ανδρονίκη Στάρκου, ήταν Μανιάτισσα, από το Οίτυλο.  Ήταν σύζυγος Στάρκου και είχε έναν γιό, τον καπετάνιο Νικόλα Στάρκο, που κατά την επανάσταση πολέμησε με τους Οθωμανούς.  Η Ανδρονίκη εντάχτηκε στην επανάσταση από τις πρώτες μέρες του αγώνα. Ήταν με τους Μανιάτες, που υποδέχτηκαν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, που πήρε υπό τις διαταγές του Ανδρέα Μιαούλη, στην Ναυμαχία της Πάτρας το 1822. Αργότερα επιστρέφει υπό τις διαταγές του Κολοκοτρώνη, συμμετείχε σε μάχες το 1825 και 1826. Πήρε μέρος στην Μάχη της Βέργας το 1826. Έπειτα εντάσσεται στον τακτικό στρατό του Κάρολου Φαβιέρου, όπου τραυματίζεται σοβαρά στη Μάχη του Χαϊδαρίου και αναγκάζεται να αποσυρθεί από τις μάχες. Είναι το κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημα του Ιούλιου Βερν, ‘’Οι πειρατές του Αιγαίου’’.  

Ρωξάνδρα Στούρτζα γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1786 στην Κωνσταντινούπολη και σύστησε Ευεργετικήν Εταιρείαν στην Οδησσό, ορφανοτροφείο για την περίθαλψη των ορφανών από την Επανάσταση Ελληνόπουλων. Μέσα σε αυτό ιδρύθηκε σχολείο για την στοιχειώδη εκπαίδευσή τους. Επίσης φρόντισε και για την δωρεάν εκπαίδευση των κοριτσιών με τη σύσταση Παρθεναγωγείου εντός μιας γυναικείας μονής. 

Βασιλική Τζαβέλα ήταν  από το Αγρίνιο και γυναίκα του Κίτσου Τζαβέλα. Έζησε από κοντά την πολιορκία του Μεσολογγίου και πήρε μέρος στις μάχες. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, η Βασιλική εγκαταστάθηκε σε μια χωριάτικη καλύβα στην Κηφισιά. Έζησε βίο εγκρατή, διαθέτοντας αφειδώς το υστέρημά της για την βοήθεια των φτωχών και των πεινασμένων

Ελισάβετ Υψηλάντη (Ιάσιο 1768 – Οδησσός 1866). Ήταν Ελληνίδα αριστοκράτισσα και σπουδαία μορφή κατά την προεπαναστατική περίοδο του 1821. Καταγόταν από σημαντική οικογένεια της Μολδαβίας με καταγωγή από την Βόρειο Ήπειρο και υπήρξε η δεύτερη σύζυγος του Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Κωνσταντίνου Υψηλάντη. Αποκαλέστηκε "Πρωτομάνα των Φιλικών", καθώς κατά τα χρόνια της προετοιμασίας της Επαναστάσεως, η Ελισάβετ στάθηκε η μορφή που οργάνωσε τις προκαταρτικές συναντήσεις προσωπικοτήτων της εποχής στα σαλόνια της, με το πρόσχημα φιλολογικών συναντήσεων, οι οποίες οδήγησαν τελικά στη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας, της οποίας η ίδια υπήρξε ένα από τα πρώτα γυναικεία μέλη της. Μετά τον χαμό του συζύγου της το 1816 και τη δήμευση της περιουσίας της οικογένειας Υψηλάντη  από τον Σουλτάνο, η Ελισάβετ υπήρξε από τους μεγαλύτερους χορηγούς του Αγώνα, στον οποίο προσέφερε το υπόλοιπο της περιουσίας της. Το αποτέλεσμα ήταν να περιέλθει σε μεγάλη ένδεια, παρ' όλες ωστόσο τις στερήσεις, συνέχισε να στηρίζει το όραμα της εθνικής απελευθέρωσης με κάθε τρόπο. Πέθανε στην Οδησσό πλήρης ημερών, στις 2 Οκτωβρίου 1866.

Ψωροκώσταινα ή Ψαροκώσταινα ήταν το παρατσούκλι της Πανωραίας Χατζηκώστα ή Χατζηκώσταινας, καταγόμενης από αρχοντική οικογένεια των Κυδωνιών (Αϊβαλί). Κατέφυγε στο Ναύπλιο, μετά την καταστροφή του Αϊβαλιού από τον τουρκικό στρατό, όπου έχασε και τα τέσσερα της παιδιά και τον άντρα της. Η "Ψωροκώσταινα" καταγράφηκε στην ιστορική μνήμη, όταν, σύμφωνα με αναφορές της εποχής, προσέφερε τα ελάχιστα υπάρχοντά της στον έρανο που έλαβε χώρα στο Ναύπλιο για την ενίσχυση των πολιορκημένων του Μεσολογγίου το 1826. Ο Ευάγγελος Δαδιώτης , αναφέρεται στην δήλωσή της: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι». Έκτοτε χρησιμοποιούνται η έκφραση "Ψωροκώσταινα" που αναφέρεται στο ελληνικό κράτος ως κράτος φτωχό, που βασίζεται το περισσότερο στην εθελοντική συνδρομή και προσπάθεια των κατοίκων του παρά στη σωστή και επιστημονική οργάνωση και διαχείριση των εσόδων του

Πηγή: Διαδίκτυο