Γνωριμία με τη λαογραφική επιστήμη: Πώς συνδέεται η συγκρότηση της ελληνικής λαογραφίας με τη δημιουργία της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, μέσα από την επιστημονική ματιά του σπουδαίου ανθρωπολόγου Michael Hertzfeld.

Γνωριμία με τη λαογραφική επιστήμη: Πώς συνδέεται η συγκρότηση της ελληνικής λαογραφίας με τη δημιουργία της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, μέσα από την επιστημονική ματιά του σπουδαίου ανθρωπολόγου Michael Hertzfeld.

Το 1821 οι Έλληνες επιδίωξαν και κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα εθνικό κράτος και να αποκτήσουν ανεξάρτητη πολιτική οντότητα, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα την αναγέννηση ενός «αρχαίου οράματος». Το όραμα αυτό ήταν η Ελλάς, όχι ως κράτος μόνο αλλά και ως σύμβολο σοφίας, ηθικής και τέχνης. Η έννοια της πολιτιστικής συνέχειας λοιπόν, γίνεται ξεκάθαρα πολιτικό ζήτημα αφού ουσιαστικά τεκμηρίωνε την δημιουργία εθνικού κράτους.

 Στην πορεία, η εθνική επιστήμη της λαογραφίας ενίσχυσε ιδεολογικά την, εν εξελίξει, διαδικασία της «εθνοκατασκευής». Αξίζει βέβαια να σημειωθεί πως η έννοια της Ελλάδας αποτελούσε ανέκαθεν μία επισφαλή περιοχή, καθώς οι ξένοι την προσέγγιζαν έχοντας στη συνείδηση τους την εικόνα της κλασικής Ελλάδας, ενώ οι νεοέλληνες την οικειοποιούνταν και την όριζαν με βάση τις εθνοκεντρικές τους προτιμήσεις. Όπως και να έχει, ωστόσο, η ιδέα της Ελλάδας - με όλες τις πιθανές σημασίες που τη συνοδεύουν - «επέζησε θριαμβευτικά», παρά τους μετασχηματισμούς που υπέστη στην πάροδο των αιώνων. 

Η επικράτηση των Ελλήνων μετά την επανάσταση του 1821, πραγματοποιήθηκε και με τη βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες βέβαια αναγκάστηκαν για πολιτικούς λόγους να παρέμβουν η στάση τους όμως είναι ενδεικτική του κύρους του ονόματος της Ελλάδας ανάμεσα στους Ευρωπαίους. «Με ιδεολογικούς όρους, το να είσαι Ευρωπαίος σήμαινε να είσαι Έλληνας». Εντούτοις, οι Ευρωπαίοι είχαν μία εξωραϊσμένη εικόνα της Ελλάδας στο μυαλό, εικόνα που δε συνάδει με αυτή των αγράμματων αγροτών, οι οποίοι δεν φαίνονταν να έχουν σχέση με τους αρχαίους προγόνους τους. Προς απάντηση των Ευρωπαίων υποστηρικτών της Ελλάδας ξεκίνησε η μελέτη του λαϊκού πολιτισμού, ενώ η εξάρτηση των Ελλήνων από την προστασία της Ευρώπης επέτεινε τη σπουδαιότητα του ρόλου της λαογραφίας στη διαμόρφωση μιας αποδεκτής εξωτερικής εικόνας για τη χώρα. Η διατήρηση σαφών στοιχείων αρχαίας κληρονομιάς στο παρόν θα θεμελίωνε το αναδυόμενο εθνικό κράτος πάνω σε ένα ασφαλές ιστορικό υπόβαθρο.

 Γι’ αυτό η λαογραφία σχετίστηκε άμεσα με την εθνική ταυτότητα και τις πολιτικές διαδικασίες που θα νομιμοποιούσαν το νεοσύστατο κράτος . διαδικασίες που «προσωποποίησε και πυροδότησε» ο λόγιος Αδαμάντιος Κοραής. Ο Κοραής επιδίωξε να εντοπίσει μια «αρχαιοελληνική ουσία» στον νεοελληνικό κόσμο, ικανή να αναπλαστεί μέσα στη «φιλελληνική σύνθεση». Έβλεπε στον λαϊκό πολιτισμό μία απόδειξη της δυνατότητας των Ελλήνων για «εκτεταμένη επανεκπαίδευση» και η ανάπτυξη της καθαρεύουσας συνιστούσε ένα μέρος μόνο της άποψης που ο ίδιος είχε για την ελληνική αναγέννηση. 

Η ελληνική λαογραφία δραστηριοποιήθηκε εντονότατα μετά τη διατύπωση της άποψης του Φαλμεράυερ, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες δεν θα έπρεπε να έχουν καμία αξίωση στην κλασική καταγωγή. Οι Έλληνες λαογράφοι αποτέλεσαν «πεισματάρηδες εμπειριστές» και προκειμένου να απαντήσουν, κινήθηκαν στα κοινωνικοπολιτικά πλαίσια της εποχής, βασιζόμενοι στις ιδεολογικές τάσεις του τόπου. Οι λαογράφοι αυτοί έβλεπαν τον πολιτισμό του έθνους τους ως μία ενότητα μέσα στην οποία ανήκαν και οι ίδιοι, όμως η πεποίθησή τους πως μελετούν το λαϊκό πολιτισμό δείχνει ότι υπήρχε μία απόσταση που τους χώριζε από τον αγροτικό πληθυσμό. Συνιστούσαν «ανθρωπολόγους ενός ιδιαίτερου τύπου», τα κείμενα των οποίων σήμερα λειτουργούν ως «πληροφορητές» από το παρελθόν αλλά εξεταζόμενα συγχρονικά παρουσιάζουν απόψεις, αν όχι ομοιόμορφες, αρκετά λογικές, σε σχέση πάντα με την περίοδο κατά την οποία διατυπώνονταν. Η έκφραση «μνημεία του λόγου», που πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1824 από τον Κλωντ Φωριέλ, υιοθετήθηκε από τους Έλληνες επιστήμονες που - βασιζόμενοι στο αρχαιοελληνικό μοντέλο - θέλησαν να διατυπώσουν την αντίληψή τους περί πολιτισμικής συνέχειας, με όρους εύκολα κατανοητούς για τους ευρωπαίους συναδέλφους τους. 

Η Ελλάδα επιδίωξε, μέσα από τη λαϊκή της παράδοση, να επικυρώσει την εθνική της ταυτότητα και να δικαιολογήσει την ιδιαίτερη γενεαλογία της, αφού η ελληνική αρχαιότητα υπήρξε πρότυπο για τη σύγχρονη παράδοση άλλων χωρών ούσα η μόνη που αξιώθηκε «γενεσιουργό ρόλο σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη». Σε άλλες χώρες, όπως η Φινλανδία, οι λαογραφικές μελέτες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία εθνικής συνείδησης, πριν την επίτευξη κρατικής ανεξαρτησίας. Στην Ελλάδα όμως οι σπουδές αυτές «ουσιαστικά της επιβλήθηκαν από τα γεγονότα». Ο όρος λαογραφία προτιμήθηκε αντί του όρου εθνογραφία, αφού έπρεπε να δειχτεί πως έθνος και λαός ταυτίζονταν, πως ο κοινός λαός ανήκε όντως στο ελληνικό έθνος. 

Η λαογραφία λοιπόν, ήταν «στρατευμένη πολιτικά από τη γέννησή της,  Η μελέτη της δεν μπορεί να είναι παρά μια σπουδή στην ιδεολογία». Το όνομα του Φαλμεράυερ, αποτέλεσε, στην Ελλάδα, από το 1830 κι έπειτα, «συνώνυμο των ανθελληνικών αισθημάτων» κι «αντικείμενο απέχθειας» για τους Έλληνες, καθώς ο Γερμανός ιστορικός υποστήριξε πως η κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων δεν επιβίωσε από τις διαδοχικές σλαβικές και αλβανικές επιδρομές κατά τη βυζαντινή περίοδο. Έτσι, απέρριπτε τη θεώρηση των Ελλήνων ως Ευρωπαίων, αρνούμενος, ουσιαστικά, τον εθνικό τους λόγο ύπαρξης .Ο Φαλμεράυερ υπήρξε «ένθερμος υποστηρικτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» η οποία μπορούσε να εξελιχθεί σε «βασικό κίνητρο για τη βαλκανική πολιτική της ενοποιημένης Γερμανίας». Συνεπώς, ο ιστορικός δεν αποτελούσε έναν απλό ακαδημαϊκό μελετητή, αλλά έναν άνθρωπο που - ορμώμενος από τα αντιρωσικά του αισθήματα - έκανε πολιτική εις βάρος της Ελλάδας. 

Ο Φαλμεράυερ χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό στρεψοδικίες και αστήριχτες υποθέσεις κάνοντας στην πραγματικότητα «εθνολογία της πολυθρόνας», πριν επισκεφτεί καν τη χώρα. Είναι αλήθεια, ωστόσο, πως το ερέθισμα του Γερμανού ιστορικού είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών από τις καλύτερες εργασίες των πρώτων Ελλήνων λαογράφων, προς απάντηση στους ισχυρισμούς του ίδιου. Επιπλέον, η πολιτική σημασία των θεωριών του Φαλμεράυερ «εξασφάλισε στη λαογραφία ένα ρόλο στην ελληνική εθνική ζωή, ο οποίος δεν περιοριζόταν στο απλό ακαδημαϊκό πλαίσιο». 

Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης, πως η Ελλάδα μέχρι το 1862 κυβερνιόταν από τον Όθωνα, έναν αντιδημοκρατικό Βαυαρό μονάρχη που επηρεαζόταν από τον Φαλμεράυερ και ασπαζόταν αξίες ξένες προς τον ελληνικό πληθυσμό. Κατά συνέπεια, η αντίδραση του ελληνικού επιστημονικού κόσμου δεν απευθυνόταν μόνο στον Φαλμεράυερ αλλά και στην επικρατούσα διοικητική κατάσταση στον ελλαδικό χώρο. Η θεμελιώδης έννοια της πολιτισμικής συνέχειας ήταν καθιερωμένη την εποχή του Νικολάου Πολίτη, όμως ο άνθρωπος που συγκρότησε τη λαογραφική επιστήμη θέλησε να εξασφαλίσει την αυτονομία της και το διαχωρισμό της από την ιστορία, την αρχαιολογία και τη φιλολογία. Τα επιστημολογικά στοιχεία που συνένωσε ο Πολίτης μοιράζονταν «μια κυριολεκτική αντίληψη για το ιστορικό γεγονός» και ο ίδιος έδωσε έμφαση στην ιστορική ακριβολογία και την ερμηνεία όλων των εθνογραφικών δεδομένων. Έτσι, με ισχυρή αίσθηση «επιστημολογικής συνοχής», δημιούργησε έναν ξεχωριστό κλάδο εθνογραφικών σπουδών, που ονόμασε (το1884) λαογραφία

Ο Πολίτης πάντα αναζητούσε την αρχαία καταγωγή των πολιτισμικών χαρακτηριστικών, ψάχνοντας ταυτόχρονα και για παράλληλα που άλλωστε θα βοηθούσαν στην κατανόηση του ίδιου του ελληνικού υλικού και κατ’ επέκταση στην απόδειξη της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων. Στη νέα, συγκριτική αυτή οπτική του Πολίτη - ο οποίος δεν απέρριπτε ομοιότητες με άλλους λαούς -μπορούσε να ενταχθεί ακόμα και ο κλεφτισμός .Ο Πολίτης χρησιμοποίησε την έννοια των «επιβιωμάτων» που εισήγαγε ο Τάιλορ, αποκλείοντας τις πλευρές εκείνες της θεωρίας που ήταν ασυμβίβαστες με τον ελληνικό εθνικισμό. Ο λαογράφος, περισσότερο ανθρωπολογικά προσανατολισμένος, θεώρησε τα απολιθώματα ως «ένα στατικό δόγμα πολιτισμικής συνέχειας», μια σύνδεση με το ένδοξο παρελθόν μιας ανώτερης μορφής πολιτισμού που αποσκοπούσε στην απόδειξη μιας «μερικής» συνέχειας, «αδιάσπαστης» όμως. 

Ο Πολίτης υπήρξε ο πρώτος Έλληνας επιστήμονας που άντλησε συστηματικά από τις σανσκριτικές σπουδές, προκειμένου να φωτίσει τις αρχαίες αλλά και τις νεότερες ελληνικές παραδόσεις. Τις προσέγγισε συνδυάζοντας «εθνοϊστορικούς στόχους» και «φιλολογικές μεθόδους» κι επισήμανε πως η εθνική ταυτότητα μπορούσε να κατανοηθεί μόνο με τη μελέτη του εθνικού «βίου» . τα πολιτισμικά «επιβιώματα» σήμαιναν κυριολεκτικά τη «φυσική επιβίωση του ίδιου του έθνους». Ο Πολίτης επέλεξε και ταξινόμησε το υλικό του με σκοπό να επιβεβαιώσει τις «αρχές του ιδεολογικού ελληνισμού». Θεωρούσε τα τραγούδια («κλέφτικα», «ιστορικά», «ακριτικά») και τα παραμύθια «απομεινάρια» του παρελθόντος αλλά και «προφητείες» για τη μελλοντική λύτρωση. Έτσι, «η αυτοενίσχυση της λαογραφικής ταξινόμησης έγινε στα χέρια του επιβεβαίωση του τελικού θριάμβου του ελληνικού πολιτισμού». 

 

Βιβλιογραφία:

Herzfeld M. (2002). Πάλι δικά μας: Λαογραφία, Ιδεολογία και η Διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας. Μετάφραση: Μαρίνος Σαρηγιάννης. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.