Από το μεράκλωμα των ρεμπέτικων, στη γοητευτική παραίτηση των μπλουζ

Από το μεράκλωμα των ρεμπέτικων, στη γοητευτική παραίτηση των μπλουζ

Αφορμή για το συγκεκριμένο άρθρο αποτέλεσε μια κουβέντα που έκανα πρόσφατα με ένα φίλο αναφορικά με το αγαπημένο μου μουσικό είδος, τα blues- κουβέντα που με βοήθησε να ανασύρω από τη μνήμη μου ένα βίντεο που είχα παρακολουθήσει πριν από κάποια χρόνια στο διαδίκτυο κι επιβεβαίωσε αυτό που χρόνια συζητούσαν οι πιο ψιλιασμένοι ροκάδες (οι συνειδητοποιημένοι ως απόγονοι των μπλουζάδων δηλαδή) μεταξύ τους: τη συγγένεια δηλαδή ανάμεσα στα blues και τα δικά μας ρεμπέτικα. Το βίντεο που παρακολούθησα αφορά στη μουσική συνεύρεση του τεράστιου Louisiana Redκαι του δικού μας μέγιστου Στέλιου Βαμβακάρη (γεννήθηκε στον Πειραιά το 1947-δευτερότοκος γιός του Μάρκου Βαμβακάρη- και ξεκίνησε να παίζει στο πλευρό του πατέρα του. Τον έκαναν μοναδικό τα λεγόμενα ντουζένια {καραντουζένι, ντουζένι της ψυχής, ντουζένι του σολ κ.ά.}, τραγούδια με διαφορετικά κουρδίσματα του τρίχορδου μπουζουκιού. Άλλωστε, ήταν από τους μουσικούς που ασχολήθηκαν με τις κοινές ρίζες των αμερικανικών μπλουζ και του μπουζουκιού γι’ αυτό και τα τραγούδια που έγραφε είχαν πολλά στοιχεία από τα μπλουζ. Πέθανε στις 17 Ιουνίου 2019).

Για την Ιστορία, λοιπόν, το 1988, εμφανίζεται ο Louisiana Red στην Αθήνα, στο Αμόρε, και ο Στέλιος Βαμβακάρης κάθεται δίπλα και δοκιμάζει να συντονιστεί με το μπουζούκι του. Το Σεπτέμβριο του 1988 ηχογραφούν ένα δίσκο με προτροπή και παραγωγή του Πάνου Ηλιόπουλου και τελικά οι  μαγνητοταινίες αυτές παίρνουν τη μορφή του δίσκου το 1994 με τον τίτλο Το μπλουζ συναντά το ρεμπέτικο. Την ίδια χρονιά ο Γιάννης Αγγελάτος, ο οποίος είχε προσκαλέσει παλαιότερα τον Louisiana Red και άλλους μουσικούς των μπλουζ, διοργανώνει συναυλία με άξονα τα ρεμπέτικα και τα μπλουζ, ενώ  κάνει και την παραγωγή του δίσκου του Ζωρζ Πιλαλί Θεοκωμωδία, στον οποίο συμμετέχουν ο Louisiana Red και η Big Time Sarah. Σίγουρα ανάλογες μουσικές συμπράξεις θα έλαβαν χώρα, μα και αυτή μονάχα στην οποία αναφέρομαι, θαρρώ αρκούσε για να πυροδοτήσει το ενδιαφέρον πολλών αναφορικά με τα σημεία που καθιστούν συγγενικά μουσικά είδη τα blues και τα ρεμπέτικα. Ο Στέλιος Βαμβακάρης έπαιξε, μεταξύ άλλων, και με τον Τζον Λι Χούκερ, τον Ταζ Μαχάλ, τη Σεζάρια Εβόρα.

Είναι γεγονός πως η γέννηση, η εξέλιξη και όλη η πορεία των ελληνικών ρεμπέτικων μπορεί να παραλληλισθεί με την ιστορία των μπλουζ, και ιδίως των αστικών μπλουζ, στις ΗΠΑ. Ο Πάνος Σαββόπουλος γράφει με απολαυστικό τρόπο τα εξής: “Για τα ρεμπέτικα και τα μπλουζ έχουν διατυπωθεί διάφορα «αποφθέγματα», πότε με διάθεση ορισμού ή περιγραφής τους, πότε με διάθεση ποιητική ή θυμοσοφική, πότε με διάθεση πολιτική (ή και …επαναστατική) και κάποιες φορές με διάθεση ακαταλαβίστικου βελτσοπαραληρήματος. Αρκούμαι να σημειώσω εδώ, μόνο δύο τέτοιες φράσεις, μία για το κάθε είδος, τις οποίες θεωρώ ιδιαίτερα πετυχημένες και ταυτόχρονα πραγματιστικές: Τα ρεμπέτικα είναι τα πιο καθαρά ελληνικά τραγούδια και τα blues είναι το κλάμα της ψυχής των νέγρων. Συχνά ακούμε και διαβάζουμε, κυρίως τα τελευταία χρόνια, ότι τα ρεμπέτικα είναι τα μπλουζ της Ελλάδας και τα μπλουζ είναι τα ρεμπέτικα της Αμερικής. Πρέπει, λοιπόν, να σας πω ότι αυτός ο παραλληλισμός, μπορεί, στο πρώτο άκουσμα, να προκαλέσει σύγχυση και κάποιες εύλογες απορίες. Μου έχουν πει, για παράδειγμα: «Καλά, δεν υπάρχουν στη Γαλλία, Ρωσία, Ισπανία, Κίνα και σε άλλες χώρες, τραγούδια με …πονηρό περιεχόμενο, όπως υπάρχουν στα ρεμπέτικα και τα blues, αλλά ακόμα – ακόμα και στα τα tango, fado και flamenco, όπως εσύ υποστηρίζεις και όπου δεί …διαλαλείς;». Εξηγούμαι λοιπόν, σύντομα και καθαρά. Τα πέντε προαναφερθέντα μουσικά είδη, έχουν χαρακτηριστικά που δεν έχει κανένα, μα κανένα, άλλο μουσικό είδος στον κόσμο. Τα μπλουζ είναι ένα μεικτό μουσικό είδος, στο οποίο συγχωνεύτηκαν στοιχεία δυτικής ευρωπαϊκής αρμονίας, στοιχεία από αφρικανικά τραγούδια, θρησκευτικά, δουλειάς κ.ά. Παρ’ όλα αυτά τα μπλουζ είναι ένα ανεξάρτητο και αυτοτελές μουσικό είδος που δημιουργήθηκε από τους μαύρους των ΗΠΑ. Τα ρεμπέτικα είναι κι αυτά ένα μεικτό μουσικό είδος, στο οποίο συγχωνεύτηκαν στοιχεία από τη δυτική ευρωπαϊκή αρμονία, από την ελληνική παράδοση των δημοτικών τραγουδιών, από τη μουσική της ανατολής κ.ά. Και τα ρεμπέτικα όμως διατηρούν την αυτοτέλειά τους ως μουσικό είδος ”.

Δεν υπάρχει ακριβής ημερομηνία για τη γέννηση των μπλουζ, πάντως υπήρχαν ήδη τον 19ο αιώνα (εμφανίστηκαν μεταξύ 1870 και 1900). H διασπορά τους από το Νότο στην υπόλοιπη Αμερική έγινε το 1917, όταν διατάχτηκε το κλείσιμο των οίκων ανοχής στη Νέα Ορλεάνη και η απελευθέρωση των μαύρων σκλάβων. Τα ρεμπέτικα φαίνεται πως είναι και αυτά πολύ παλιά ίσως υπήρχαν και πριν από τους βαλκανικούς πολέμους. Ύστερα από την καταστροφή του 1922, οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, και ιδίως από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, διέδωσαν τη μουσική τους που κυριάρχησε για μια εικοσιπενταετία στην Ελλάδα. Τα ρεμπέτικα και τα μπλουζ, λοιπόν, ξεκίνησαν στα τέλη του 1800 σε πόλεις – λιμάνια: Στη Σμύρνη, την Πόλη, τη Σύρα, τον Πειραιά τα ρεμπέτικα. Στην ευρύτερη περιοχή του Δέλτα του Μισισιπή – Νέα Ορλεάνη τα μπλουζ. Το ρεμπέτικο βασίστηκε στη δημοτική μουσική, τη βυζαντινή παράδοση, τα αστικά – λαϊκά τραγούδια και την ευρωπαϊκή μουσική. Η μεγάλη διάδοση του ρεμπέτικου γίνεται με τους 1.500.000 πρόσφυγες που συρρέουν το 1922 από τη Μικρά Ασία. Οι πρόσφυγες έχουν σε μεγάλο βαθμό συνήθειες αστικού πληθυσμού και διασκεδάζουν διαφορετικά από τους ντόπιους. Το ρεμπέτικο εκφράζει τη λαϊκή ψυχή. Όπως λέει χαρακτηριστικά «απλώνουν στα μάτια μας τα ρημαγμένα τοπία της ψυχής μας». Το ρεμπέτικο τραγούδι αναπτύσσεται ευρύτατα μέχρι το 1936 και τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, όταν και απαγορεύτηκε, θεωρούμενο ως τουρκοειδές και οι στίχοι του λογοκρίνονταν αυστηρά. Οι περισσότεροι από τους κλασικούς συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου τραγουδιού εμφανίζονται μέχρι το 1941, όπως ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μπαγιαντέρας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Στελλάκης Περπινιάδης, η Ρόζα Εσκενάζυ και πολλοί άλλοι. Κατά την περίοδο 1940-1948, τα χρόνια του Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, γράφτηκαν αρκετά ρεμπέτικα τραγούδια με σχετική θεματολογία. Αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι το Κάποια μάνα αναστενάζει, που αναφέρεται στον εμφύλιο και απαγορεύτηκε από την κυβέρνηση εξαιτίας του συμφιλιωτικού περιεχομένου του και της ευρείας επιτυχίας και αποδοχής του εξίσου από τις δύο πλευρές. Τα μπλουζ, απ’ την άλλη, βασίστηκαν στην αφρικάνικη δημοτική μουσική, στα εκκλησιαστικά σπιρίτσουαλς και γκόσπελ, αλλά και στους ύμνους του εμφυλίου. Πολλά από τα πρώτα ρεμπέτικα είχαν αφηγηματικό χαρακτήρα και κατά κάποιο τρόπο θυμίζουν τις παραλογές του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Τέτοιο παράδειγμα είναι η «Έλλη», το οποίο τραγουδούσαν (και) πλανόδιοι μουσικοί στις ρούγες και στις ταβέρνες της Σμύρνης, γύρω στα 1918 με 1920. Αντίστοιχα αφηγηματικά μπλουζ τραγουδούσαν οι «songsters» . ήταν τραγουδιστές και οργανοπαίχτες, κάτι σαν γυρολόγοι ψυχαγωγοί, και οι μπαλάντες τους αντλούσαν πολλά στοιχεία από τα τραγούδια και τη μουσική της νέγρικης λαϊκής παράδοσης. Ιδιαίτερα οι μπαλάντες που αναφέρονταν σε νέγρους λαϊκούς ήρωες ήταν πολύ αγαπητές, και φυσικά οι πιο διαδεδομένες, όπως για παράδειγμα το «John Henry», με πάμπολλες ηχογραφήσεις από το 1928 και μετά.

Τα μπλουζ, και ιδίως τα αστικά μπλουζ, διαφέρουν από τη μουσική φολκ της Αμερικής παρόλο που έχουν ανταλλάξει χαρακτηριστικά. Τα ρεμπέτικα διαφέρουν βασικά από τα δημοτικά τραγούδια, αν και έχουν επηρεαστεί από αυτά.

Ο στίχος στα μπλουζ είναι ο ιαμβικός πεντασύλλαβος, ένα κλασικό ποιητικό μέτρο. Στα ρεμπέτικα επικρατεί ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, (ή οκτασύλλαβος συν επτασύλλαβος), που είναι το βασικό ελληνικό ποιητικό μέτρο. Το περιεχόμενο των στίχων των μπλουζ θίγει κυρίως ερωτικά θέματα: απογοήτευση, ζήλια, χωρισμός. Τα μπλουζ, επίσης, μιλούν για μοναξιά, μελαγχολία, δυστυχία, φτώχεια, κοινωνική αδικία, φυλακή κ.ά. Στα ελληνικά, άλλωστε, ο όρος blues θα μπορούσε να περιγραφεί κατ’ αντιστοιχία από τη φράση «έχω τις μαύρες μου», είμαι εξαιρετικά θλιμμένος δηλαδή («Igot my blues»). Η λέξη blues καταγράφτηκε για πρώτη φορά το 1862 στο ημερολόγιο μια μαύρης δασκάλας, με την έννοια της «ψυχικής κατάστασης». Κάποιοι υποστηρίζουν ότι, η λέξη blues, προέρχεται από τη blue note (μπλε νότα), δηλαδή παίξιμο με ύφεση στην πέμπτη νότα της κλίμακας, κάτι άλλωστε που χαρακτηρίζει το blues ύφος στο παίξιμο. Η λέξη ρεμπέτικο πρωτοεμφανίστηκε σε δύο ετικέτες δίσκων το 1910. Αντί το κομμάτι του δίσκου να χαρακτηρισθεί ως «μποέμικο» χαρακτηρίσθηκε ως «ρεμπέτικο». Πιθανόν εκ του ρέμβω ή ρεμβάζω απ' όπου και ο ρέμπελος, δηλαδή ο σπαταλών τον χρόνον αναιτίως, άρα αραχτός και αντικοινωνικός. Αξίζει να σημειώσω εδώ πως κάπου είχα διαβάσει στο παρελθόν –καίτοι ανεπιβεβαίωτη πληροφορία ως σήμερα- πως τα ρεμπέτικα παίζονταν συχνά από την νότα ΡΕ εξ ου και το όνομά τους, όπως συνέβαινε βέβαια και στα blues με κορυφαίους εκπροσώπους του ιδιώματος να παίζουν σε «ανοιχτά» κουρδίσματα (η κιθάρα κουρδισμένη έτσι ώστε χωρίς το σχηματισμό κάποιου δακτυλισμού, παρά παίζοντας όλες τις  χορδές μαζί να παράγει τον ήχο κάποιας συγχορδίας) προκαλώντας το κλάμα της κιθάρας με slide παίξιμο, γλιστρίματα δηλαδή πάνω στην ταστιέρα με κάποιο κουτάλι, σουγιά ή στόμιο μπουκαλιού (bottleneck). Κορυφαίοι του είδους υπήρξαν οι  Robert Johnson, Robert Nighthawk, Elmore James και Hound Dog Taylor. Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως και στα ρεμπέτικα, μερικές φορές, οι μουσικοί και οι δημιουργοί, άλλαζαν το κούρντισμα μιας ή και δύο χορδών του μπουζουκιού, π.χ. η λα γινόταν σολ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα κάποια τραγούδια να έχουν πιο ελκυστικό, πιο ταιριαστό, αλλά και πιο εύκολο παίξιμο. Τα ειδικά αυτά κουρντίσματα τα λένε ντουζένια. Μάλιστα το καθένα έχει και τ’ όνομά του, όπως: συριανό, αραπιέν, καραντουζένι, ίσιο κ.ά. Τα ίδια και στα μπλουζ, όταν μερικές φορές άλλαζε το κούρντισμα μιας χορδής της κιθάρας, π.χ. η μπάσο μι να χαμήλωνε σε ρε. Ο αντίστοιχος όρος ήταν crossed note (σταυρωτή νότα). Και αυτά τα κουρντίσματα είχαν ονομασίες, όπως: Ισπανικό, Χαβανέζικο, Σεβαστούπολης κ.ά. και πιθανά υποδείκνυαν την προέλευση ή την περιοχή χρήσης τους.

Στα ρεμπέτικα κυριαρχούν τα ερωτικά θέματα δοσμένα πάντοτε με πίκρα αλλά και η φτώχεια, ο Χάρος, η ταβέρνα, το χασίς κ.ά. Αρκετά από τα πρώτα – πρώτα μπλουζ, αλλά και τα ρεμπέτικα, αποτελούνταν από αδέσποτα στιχάκια και μάλιστα χωρίς εννοιολογική σχέση μεταξύ τους. Στα ρεμπέτικα, τα στιχάκια αυτά, προέρχονταν, κυρίως, από τον κόσμο της μαγκιάς και την αστική – λαϊκή παράδοση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «Έρχομαι τον τοίχο – τοίχο», με τον Γιώργο Κατσαρό, από το 1930: Έρχομαι τον τοίχο-τοίχο δε μπορώ να σε πετύχω (αδέσποτο), Έρχομαι τη μάντρα-μάντρα και σε βρίσκω μ’ άλλον άντρα  (αδέσποτο δίστιχο το οποίο απαντάται και σε δημοτικά). Το στιχάκι Τούτ’ οι μπάτσοι που ‘ρθαν τώρα τι γυρεύουν τέτοια ώρα, είναι γνωστότατο αδέσποτο, που έχει περάσει σε τουλάχιστον πέντε ρεμπέτικα. Τα ίδια και στα μπλουζ. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1929, ο Charley Patton, τραγουδούσε στο «Hammer Blues»: Κάνε ότι θέλεις μωρό μου, αλλά καθενός έρχεται η ώρα του… (παροιμία), Πήγα στο σταθμό κι η ταμπέλα έλεγε ότι το τρένο είχε ήδη φύγει (υπάρχει και σε αναρίθμητα άλλα μπλουζ), Ήμουνα στο Κόκκινο Ποτάμι (Μισσισιπή) πάνω σ’ ένα δέντρο, κι άκουσα το καράβι «Bob Lee»  να σφυρίζει (υπάρχει επίσης σε κάμποσα μπλουζ). Να πούμε, σ αυτό το σημείο, ότι τη φωνή του Charley Patton, πολλοί την συγχέουν με αυτή του Μάρκου Βαμβακάρη. Θα το αντιληφθείτε ακούγωντας το «High Sheriff Blues» και το «μπουζούκι γλέντι του ντουνιά». Κάτι άλλο κοινό στα ρεμπέτικα και τα μπλουζ, είναι η ειδική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι δημιουργοί τους, δηλαδή η αργκό. Είναι πλουσιότατη και στα δύο είδη και δυστυχώς ακόμα ανεξερεύνητη. Τόσο για τα blues όσο και για τα ρεμπέτικα όπως παρατηρούμε η θεματολογία των στίχων ήταν κοινή: «Μιλούσαν για τη ζωή και τις δραστηριότητες των νέγρων σκλάβων από τη μια (blues) και για τους μάγκες από την άλλη (ρεμπέτικο). Πιο συγκεκριμένα η φτώχεια, οι ασθένειες, οι κλοπές, οι τραυματισμοί, οι φόνοι, οι τσακωμοί, οι φυλακές, οι ναρκωτικές ουσίες, η παρανομία και ο θάνατος ανήκαν στη θεματολογία των δύο αυτών ειδών. Στα blues γίνονται αναφορές για το μεγάλο κραχ του 1928 και τις συνέπειές του, οι οποίες για τους νέγρους ήταν δυσβάσταχτες. Έτσι, γράφτηκαν blues για την ανεργία, για τα υψηλά ενοίκια, τους χαμηλούς μισθούς, τους πυροβολισμούς, τις μαχαιριές, τους αλυσοδεμένους κατάδικους, τα σωφρονιστήρια, την πορνεία, τα τυχερά παιχνίδια, τις διαλυμένες οικογένειες, τη μετανάστευση, τους αλήτες, τις προλήψεις και τις λαϊκές δοξασίες. Βέβαια γράφτηκαν τότε και πολλά blues για ασθένειες όπως η φυματίωση και φυσικά για τον θάνατο. Στο blues κομμάτι «Governor Patt Neff» ο νέγρος Leadbelly τραγουδά μέσα απ' τη φυλακή δίνοντας υπόσχεση ότι θα γίνει καλός πολίτης και ζητά συγγνώμη. Στα 35 του, ο Leadbelly, δολοφόνησε και γι αυτό καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλακή με σκληρή καταναγκαστική εργασία, μάλιστα στη φυλακή του Τέξας. Βγήκε από τη φυλακή έπειτα από 7 χρόνια αφού του απένειμε χάρη ο κυβερνήτης Patt Neff. Ο Leadbelly εργαζόταν αρχικά ως βαμβακοσυλλέκτης, εργάτης στους σιδηροδρόμους, ποτιστής σε αγρούς, ήταν όμως και κιθαρίστας.. καβγατζής και ζόρικος τύπος. Πολλά ρεμπέτικα αναφέρονται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στην κατοχή, στον εμφύλιο, στη φυματίωση, στη φυλακή κ.ά. Χαρακτηριστικό και αντίστοιχο του «Governor Patt Neff» αποτελεί το τραγούδι «Αντιλαλούν οι φυλακές» του Μάρκου Βαμβακάρη, ο οποίος λέει στη μάνα του αν είσαι μάνα και πονείς έλα στη δίκη να με δεις, έλα πριν με δικάσουνε κλάψε να μ' απαλλάξουνε».

 Όσον αφορά στη δομή των τραγουδιών, κατά κανόνα, τα μπλουζ επαναλαμβάνουν τα δύο πρώτα ημιστίχια και στο τρίτο ολοκληρώνουν το νόημα της στροφής και μουσικά ικανοποιούν τον ακροατή καθώς μετά την επίταση (tension) που προκαλείται,  το αυτί ακούει αυτό που αναμένει.  Για παράδειγμα:

I believe, I believe my time ain’t long

I believe, I believe my time ain’t long

I ain’t gonna leave my baby and break up my happy home

(Elmore James-Dust my Broom)

Στα ρεμπέτικα συναντάμε ανάλογα παραδείγματα, όπως στο τραγούδι του Γιώργου Μουφλουζέλη:

Πού `σουν μάγκα το χειμώνα 

Βρε πού `σουν μάγκα το χειμώνα

μάγκα πού `σουν το χειμώνα

πού την έχεις την κρυψώνα

(Γιώργος Μουφλουζέλης-Πού ‘σουν μάγκα το χειμώνα)

Τα μπλουζ δεν φέρνουν αλλαγή, δεν είναι επαναστατικά. Η διαμαρτυρία τους είναι στωική. Αντιμετωπίζουν με παθητική στάση την κοινωνική πραγματικότητα. Γι’ αυτό οι νεότερες γενιές των μαύρων, και ιδίως η Black Power, αποκόπηκαν από την παράδοση των μπλουζ και στράφηκαν στη σόουλ και στη freejazz. Και τα ρεμπέτικα δεν φέρνουν ελπίδες για κοινωνική αλλαγή ούτε συνηγορούν για επανάσταση. Γι’ αυτό το λόγο οι αριστεροί στην Ελλάδα από παλιά τα αρνoύνταν. Μετά το 1960 βέβαια, όταν τα ρεμπέτικα πέρασαν στην αποδοχή του αστικού κόσμου και των φοιτητών, τότε τα αγκάλιασαν ως λαϊκά τραγούδια με κοινωνικό περιεχόμενο.

Οι τραγουδιστές των μπλουζ δεν είχαν μουσική παιδεία. Και οι συνθέτες και μπουζουκτζήδες των ρεμπέτικων δεν είχαν, ως επί το πλείστον, μουσική παιδεία.

Τα μπλουζ θεωρούνταν πάντα τραγούδια των μαύρων δούλων, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, των πορνείων και των καταγωγίων. Οι λευκοί, και απ’ αυτούς λίγοι σχετικά, άργησαν πολύ να αναγνωρίσουν τα μπλουζ ως μία από τις σημαντικότερες μουσικές μορφές που δημιουργήθηκαν στην Αμερική.

Τα ρεμπέτικα θεωρούνταν πάντα τραγούδια ανήθικα, του υπόκοσμου, των ναρκομανών, των φυλακισμένων και των αγράμματων, των φτωχών και των ρεμπέτηδων. Γι’ αυτό η «μικρο-μεγαλοαστική ηθική», αλλά και κάθε μορφή κατεστημένου (ωδείο, πανεπιστήμιο, ραδιοφωνικοί σταθμοί, το κράτος γενικώς), δεν παραδέχτηκαν ποτέ τα ρεμπέτικα τραγούδια.

Τα μπλουζ, στην αυθεντική τους μορφή, έχουν κλείσει εδώ και χρόνια, γύρω στο 1950, τον κύκλο της δημιουργίας τους, ενώ παρακμάζουν- αναπόφευκτα- από το είδος που επηρέασαν καταλυτικά, το  rock ‘n’roll. Η τελευταία περίοδος ακμής των ρεμπέτικων τελειώνει λίγο μετά το 1950.

Το 1955  λοιπόν, το rock ‘n’roll αρχίζει να κατακτά τον κόσμο των λευκών, μέσα και έξω από την Αμερική. Με αφετηρία τα blues και τα rhythm ‘n’ blues, έγινε διεθνής μουσική και πέρασε στη μόδα της εποχής. Τα μπλουζ πρόσφεραν πλούσιο υλικό στη μουσική πoπ και ροκ των τελευταίων 20-25 χρόνων, καθώς και στην τζαζ και στα ελαφρά τραγούδια.

Τα ρεμπέτικα πρόσφεραν υλικό σε σύγχρονους Έλληνες συνθέτες, μουσικά σπουδαγμένους, γνώρισαν εμπορική επιτυχία, έγιναν και αυτά της μόδας στη δεκαετία 1960-70, χωρίς όμως να πάρουν ποτέ θέση στα διεθνή Top 10 των δίσκων. Τα ρεμπέτικα έδωσαν υλικό στα ελαφρολαϊκά και τα ελαφρά τραγούδια και σε σοβαρότερα μουσικά έργα των τελευταίων 20-25 χρόνων.

Μετά το 1960 στην Αμερική παρατηρείται μια τάση για «επιστροφή στις πηγές», που είχε σαν αποτέλεσμα την «επανανακάλυψη» των παλιών, αυθεντικών τραγουδιστών των μπλουζ και την καταγραφή των τραγουδιών. Έτσι, έστω κι αργά, ήρθε η αναγνώριση από την κοινωνία των λευκών, ή έστω ενός μέρους της, στην Αμερική και στην Ευρώπη. To 1965 οι RollingStones προσκαλούν το είδωλό τους, τιτάνα τον blues, Howlin’Wolf να εμφανιστεί μαζί τους σε τηλεοπτικό σόου, καταδεικνύοντας εμπράκτως την αγάπη τους για την εν λόγω μουσική και τους μουσικούς μέντορές τους.  Μετά το 1960 τα ρεμπέτικα περνούν από το στενό κύκλο τους στον αστικό κόσμο. Προς το τέλος της δεκαετίας 1960-70 το ενδιαφέρον για τα ρεμπέτικα αυξάνει. 

Παρόλα τα προαναφερθέντα, ωστόσο, που όλο κι ενισχύουν μέσα μας την πεποίθηση ότι τα blues και τα ρεμπέτικα συγγενεύουν,  ο Στάθης Δαμιανάκος επισημαίνει τα εξής: «Φαίνεται έτσι ότι δεν είναι μόνο τα μπλουζ που «μοιάζουν» με το ρεμπέτικο, αλλά όλες οι μουσικές που διαμορφώθηκαν την ίδια πάνω-κάτω περίοδο σε συνθήκες μαζικής αστικοποίησης και βίαιης προλεταριοποίησης.[…] Είναι, λοιπόν, απολύτως λογικό να προκύψουν παρόμοια ζητήματα και οι διαφορετικές μουσικές εκφράσεις να εστιάζουν σε παρόμοιους προβληματισμούς.[…]Τα παραπάνω εδράζονται, βέβαια, σε ανθρωπολογικές αναλογίες και όχι στη μουσική καθ’ αυτή, άρα δεν τεκμηριώνουν απαραιτήτως κάποια σχέση μεταξύ ρεμπέτικων και blues. Αν τώρα τέτοιες αναλογίες τις «προάγουμε» με το στανιό σε ομοιότητες, θα αρχίσουμε να αναλύουμε περισσότερο τις δικές μας προβολές, επιθυμίες ή εμμονές, παρά τα ίδια: εικάζω, φερ’ ειπείν, πως μια ελληνοκεντρική προσέγγιση θα επιθυμεί διακαώς να βρει τις ομοιότητες των ρεμπέτικων στα Δυτικά μας, παρά στους «προαιώνιους εχθρούς» προς Ανατολάς. Θα καταλήξουμε, δηλαδή, να αντιστρέψουμε τον τίτλο του Σιγανίδη, αναφωνώντας περιχαρείς πως «διαφέρουν κι όμως είναι όμοια».

Κατ’ εμέ ο κοινός παρονομαστής, η πεμπτουσία της αναζήτησής μας, που τελικά δεν ανατρέπει την πεποίθηση περί ομοιότητας των ειδών αλλά μάλλον την υπερθεματίζει, είναι αυτό καθαυτό το γεγονός των ανθρωπολογικών αναλογιών που αναφέρει ο Δαμιανάκος (αν και οι μουσικές αναλογίες δεν λείπουν, όπως παρατηρήσαμε). Το σημαντικότερο, δηλαδή, σημείο σύγκλισης των δύο μουσικών ειδών, αυτό που κάνει εν γένει την μουσική την σπουδαιότερη οικουμενική γλώσσα, είναι αυτό που λένε οι αμερικανοί soulful, η μουσική που δεν γίνεται εμπορεύσιμο προϊόν αλλά εκείνη που αναγεννιέται ως βίωμα, στα σκοτεινά μπαρ, τα καταγώγια και τα κουτούκια, και μιλάει απευθείας στην καρδιά του ακροατή, ειλικρινής, αυθόρμητη, περήφανη, γεμάτη ψυχή.

Βιβλιογραφία:

Παπαδημητρίου Σ.,  Ρεμπέτικα και μπλουζ  (περιλαμβάνεται στη συλλογή άρθρων του πιανίστα της τζαζ: Τζαζ ιστορίες και ανησυχίες),  https://eranistis.net/wordpress/2017/03/23/rembetika-blues/

Σαββόπουλος Π. , ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΚΑΙ BLUES ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ    Από τη Σμύρνη και τον Πειραιά, ως τον Μισισιπή και την Νέα Ορλεάνη, 17/07/2016, https://24grammata.com

Στάθης Δαμιανάκος, Ήθος και πολιτισμός των επικίνδυνων τάξεων στην Ελλάδα (Αθήνα: Πλέθρον, 2005), σ. 129 (Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, "Η μουσική από τα 10's στα 40's", που κυκλοφόρησε το 2016.Πηγή: avopolis.gr)

pints.gr

https://www.efsyn.gr/tehnes/moysiki-horos/200163_rempetika-me-mployz-ston-paradeiso

http://brigada.gr/eleftheros-xronos/politismos/item/495-blues-rembetiko-dromoi-paralliloi

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%92%CE%B1%CE%BC%CE%B2%CE%B1%CE%BA%CE%AC%CF%81%CE%B7%CF%82

https://diablog.eu/el/technes/mousiki/rebetika-ta-ellinika-mplouz/

https://detoxnews.gr/blues-p3310-122.htm