e-λιανικό...για λίγους

e-λιανικό...για λίγους

Η αγορά ανοιγοκλείνει από τον περασμένο Μάρτιο και ειδικότερα τους τελευταίους μήνες, περνάει δύσκολα. Click away, click in shop, όροι που μπήκαν στη ζωή μας ξαφνικά κι ακόμα περισσότερο στην ζωή των ιδιοκτητών καταστημάτων λιανικής πώλησης.

Περισσότερο από ποτέ, αυτή η συγκυρία ανέδειξε την ανάγκη για ψηφιοποίηση ακόμα και της μικρής συνοικιακής επιχείρησης, με δεδομένο ότι θα ήταν μια κάποια άμυνα απέναντι στα αλλεπάλληλα lockdown της αγοράς. Ομολογουμένως, ένα ηλεκτρονικό κατάστημα, δεν κλείνει ποτέ, δεν έχει ωράριο λειτουργίας, δεν υπόκειται σε περιορισμούς και δίνει την δυνατότητα λειτουργίας μιας επιχείρησης με θεωρητικά απεριόριστο γεωγραφικό εύρος έναντι του φυσικού καταστήματος.

Στο πλαίσιο των συνθηκών, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να ενισχύσει το λιανεμπόριο, επιδοτώντας σε ποσοστό 100% την επένδυση δημιουργίας ηλεκτρονικού καταστήματος ή την αναβάθμιση υφιστάμενου, μέχρι του ποσού των 5.000 €.

Μέχρι εδώ καλά. (μέχρι εδώ όμως, γιατί παρακάτω….)

Όσοι περίμεναν με ελπίδα την δημοσίευση του προγράμματος, γεύτηκαν μια μεγάλη απογοήτευση διαβάζοντας την προδημοσίευση του, αφού οι προϋποθέσεις για να καταστεί μια επιχείρηση επιλέξιμη, ήταν για την μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων, σχεδόν απαγορευτικές.

Δεν θα μπούμε σε λεπτομέρειες, όμως θα σταθούμε σε ένα βασικό σημείο που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την συμμετοχή της μεγάλης πλειοψηφίας των επιχειρήσεων που λειτουργούν ως συνοικιακές. Κι αναφερόμαστε σε αυτές, επειδή οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις και οι μεγάλες αλυσίδες λιανεμπορίου, είχαν ήδη το e-shop στο οπλοστάσιο τους εδώ και πολλά χρόνια.

Μας λέει λοιπόν, ο εμπνευστής των προϋποθέσεων ότι για να υποβάλει κάποιος αίτηση συμμετοχής στο πρόγραμμα, θα πρέπει ήδη να έχει κατασκευάσει το e-shop του, να το έχει τιμολογηθεί και να το έχει εξοφλήσει. Σε μια περίοδο που η ρευστότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων είναι μηδενική ή σχεδόν μηδενική, η πολιτεία ζητάει από τους «στεγνούς» από ρευστό επιχειρηματίες, να επενδύσουν από την (άδεια) τσέπη τους ποσό ύψους έως 5.000 €, χωρίς καμία εγγύηση ότι η αίτηση τους θα εγκριθεί. 

Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί, πως όποιος έχει αντιληφθεί την πραγματική αξία του e-shop (ειδικότερα σε αυτές τις συνθήκες) θα κάνει την επένδυση με ή χωρίς επιδότηση. Σωστό εν μέρει. Παραβλέπει όμως ο αγαπητός συντάκτης του προγράμματος, ότι από αυτή την δυνατότητα, θα σπεύσουν να ωφεληθούν εκείνες οι επιχειρήσεις που έχουν μεν αντιληφθεί την ανάγκη ένταξης τους στο ηλεκτρονικό εμπόριο, πλην όμως δεν έχουν τους πόρους για να το υλοποιήσουν με αποτέλεσμα να χρειάζονται βοήθεια στο οικονομικό σκέλος. Αυτή η συνθήκη, καθιστά το εν λόγω πρόγραμμα «δώρον άδωρο» για πολλές κατηγορίες επιχειρήσεων. Αντίθετα, μεγαλύτερες επιχειρήσεις που έτσι κι αλλιώς διαθέτουν τους πόρους για να διατηρούν ηλεκτρονικό κατάστημα, αφ’ ενός το διαθέτουν ήδη, αφ΄ετέρου θα ωφεληθούν αναβαθμίζοντας το δωρεάν. Κάτι που δεν είναι κακό φυσικά, όμως δημιουργεί σοβαρές ανισότητες.

Το βασικό πρόβλημα είναι ο σχεδιασμός. Όταν σχεδιάζεται μια πολιτική, σε μια δύσκολη συγκυρία, με στόχο την ανακούφιση μιας αγοράς που έχει πληγεί σημαντικά και που δεν έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα απέναντι στους μεγάλους παίκτες της αγοράς, καλό είναι αυτή η πολιτική να λαμβάνει υπόψη και τις αληθινές συνθήκες της πραγματικής εμπορικής οικονομίας. Και οι συνθήκες αυτές συνοψίζονται σε μια φράση, «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος» ή καλύτερα και επι το λαϊκότερον: «Δεν υπάρχει σάλιο»

Κι επειδή δεν υπάρχει σάλιο, δεν υπάρχουν και τα πέντε χιλιάρικα για το e-shop. Κι αν δεν υπάρχουν τα πέντε χιλιάρικα, δεν υπάρχει αίτηση για επιδότηση, άρα δεν υπάρχει επιδότηση. Κι αν δεν υπάρχει επιδότηση, θα συνεχίσει να μην υπάρχει σάλιο, κάτι που κάνει το πρόγραμμα ανεφάρμοστο για το μεγαλύτερο ποσοστό των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων λιανεμπορίου.

Κι αν το πρόγραμμα είναι ανεφάρμοστο, τότε γιατί να βγεί εξ’ αρχής;

Ίσως εκεί στο Υπουργείο Ανάπτυξης να πρέπει κάποιος ή κάποιοι να ξανασκεφτούν τα δεδομένα και να αναθεωρήσουν. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να διασφαλιστεί η διαφάνεια και η ορθολογική χρήση αυτού του χρηματοδοτικού εργαλείου, χωρίς να τίθεται εν αμφιβόλω τελικά η πρόθεση της πολιτείας να στηρίξει τις επιχειρήσεις.

Ένας που σκέφτομαι εγώ, είναι η συμμετοχή (με κάποιους όρους επιλεξιμότητας) των επιχειρήσεων που ενδιαφέρονται, η αξιολόγηση της αίτησης τους, η έγκριση και η χορήγηση ενός voucher που θα εξαργυρώνεται σε υπηρεσίες των εταιριών που αναλαμβάνουν την κατασκευή e-shops. Το voucher αυτό θα δίνεται αντί πληρωμής από τον επιχειρηματία στον υλοποιητή του e-shop κι εκείνος θα μπορεί να το μετατρέψει σε πληρωμή του, μόνο εφ’ όσον ελεγχθεί το web site και εγκριθεί η συμβατότητα του με τις προδιαγραφές που έχουν δοθεί.

Στην Ελλάδα του πολιτικού τυχοδιωκτισμού και της επικοινωνιακής ωραιοποίησης των καταστάσεων, όλα πρέπει να γίνονται περισσότερο πολύπλοκα και δυσλειτουργικά από όσο χρειάζεται, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος των υλοποιητών να έχει σοβαρό πρόβλημα, ενώ κι ένα μεγάλο μέρος των επιχειρηματιών να βρίσκεται σε απόγνωση.

Ας ελπίσουμε ότι οι πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας, δεν είναι κενές περιεχομένου και πως δεν είναι η επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος στο προσκήνιο, αλλά οι πραγματικές τομές σε ότι αφορά το εμπόριο.