Ο ρόλος της ΕΕ στην κρίση της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης: Μια αποτυχία συλλογικής ασφάλειας
Ο πόλεμος στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (1992–1995) αποτέλεσε μια από τις πιο αιματηρές συγκρούσεις της μεταψυχροπολεμικής Ευρώπης και ταυτόχρονα την πρώτη μεγάλη δοκιμασία για την εξωτερική και αμυντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), η οποία βρισκόταν τότε στη διαδικασία μετεξέλιξής της σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Η ανικανότητα της ΕΚ/ΕΕ να διαχειριστεί αποτελεσματικά την κρίση ανέδειξε τα διαρθρωτικά προβλήματα και τις αδυναμίες του νέου πλαισίου της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφαλείας Πολιτικής (ΚΕΠΠΑ), όπως αυτή θεσπίστηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ όριζε ότι η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της «θα καθορίζουν και θα εφαρμόζουν κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας». Ωστόσο, η εφαρμογή της ΚΕΠΠΑ προϋπέθετε την παραίτηση των κρατών-μελών από τα εθνικά τους συμφέροντα προς όφελος ενός ενιαίου ευρωπαϊκού προσανατολισμού – κάτι που αποδείχθηκε ανέφικτο. Η διαχείριση της κρίσης στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη αποκάλυψε ότι η ΕΕ δεν διέθετε τα απαραίτητα εργαλεία, ούτε την πολιτική βούληση να ενεργήσει ως ενιαία διεθνής δύναμη.
Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η ΕΚ προσπάθησε να αποτρέψει τον πόλεμο μέσω μιας σειράς διασκέψεων (Χάγη, Λισαβόνα, Λονδίνο). Οι βασικές αρχές της πολιτικής της ήταν η διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης και η ειρηνική επίλυση των εδαφικών, κυρίως, διαφορών. Παρ’ όλα αυτά, οι αποφάσεις της χαρακτηρίζονταν από αναποφασιστικότητα και αντιφάσεις. Ενώ τα κράτη- μέλη είχαν αρχικά δηλώσει ότι δεν θα αναγνώριζαν καμία δημοκρατία χωρίς διασφαλισμένα σύνορα και προστασία των μειονοτήτων, το 1992 προχώρησε τελικά στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης. Η απόφαση αυτή, αντί να σταθεροποιήσει την κατάσταση, συνέβαλε στην έκρηξη του εμφυλίου πολέμου.
Τα σχέδια ειρήνης που ακολούθησαν- Vance-Owen (1993), Owen-Stoltenberg (1993)– αντικατόπτριζαν την προσπάθεια της ΕΚ/ΕΕ να ισορροπήσει ανάμεσα σε αντίρροπες εθνικές διεκδικήσεις. Παρά τις καλές προθέσεις, οι προτάσεις αυτές απορρίφθηκαν από τους εμπλεκομένους: οι Σέρβοι θεώρησαν ότι απειλείται η ισχύς τους, οι Μουσουλμάνοι ότι υπονομεύεται η ενότητα της χώρας, ενώ οι Κροάτες επιδίωκαν μεγαλύτερη αυτονομία. Η ΕΕ, αντί να χρησιμοποιήσει αποφασιστικά μέσα πίεσης, περιορίστηκε σε κυρώσεις και διπλωματικές εκκλήσεις, απορρίπτοντας ακόμη και την αμερικανική πρόταση για στοχευμένες στρατιωτικές επεμβάσεις ή άρση του εμπάργκο όπλων υπέρ της Βοσνίας.
Η αποτυχία αυτή ανέδειξε τη βασική αδυναμία της ΕΕ: την έλλειψη ενός ενιαίου μηχανισμού επιβολής των αποφάσεών της στο διεθνές επίπεδο. Παρότι η Κοινότητα μπορούσε να διαμορφώνει «κοινές θέσεις», δεν διέθετε τα μέσα– ούτε πολιτικά ούτε στρατιωτικά– να τις υλοποιήσει. Η διπλωματία χωρίς μέσα επιβολής κατέστη ανεπαρκής.
Η αδυναμία της ΕΕ να διαμεσολαβήσει αποτελεσματικά άνοιξε τον δρόμο για την ανάληψη πρωτοβουλίας από τις ΗΠΑ. Το 1994, η Ουάσιγκτον προώθησε τη Συμφωνία της Ουάσιγκτον, η οποία δημιούργησε την Κροατο-Μουσουλμανική Ομοσπονδία. Η εξέλιξη αυτή άλλαξε την ισορροπία δυνάμεων στο πεδίο της μάχης και περιθωριοποίησε περαιτέρω τον ρόλο της ΕΕ στις διαπραγματεύσεις. Στη συνέχεια, η δημιουργία της Ομάδας Επαφής (ΗΠΑ, Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο) επιβεβαίωσε ότι η ευρωπαϊκή διπλωματία δεν μπορούσε πλέον να λειτουργήσει ανεξάρτητα. Ουσιαστικά, η ΕΕ περιορίστηκε σε δευτερεύοντα ρόλο υποστήριξης πρωτοβουλιών από εξωγενείς παράγοντες.
Η κρίση της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης υπήρξε ένα οδυνηρό μάθημα για την Ευρώπη. Παρά τις διακηρύξεις περί «ενιαίας φωνής» στην εξωτερική πολιτική, οι διχασμοί μεταξύ των κρατών-μελών, η έλλειψη κοινής στρατηγικής και ο φόβος στρατιωτικής εμπλοκής καθήλωσαν την ΕΕ στη θέση του θεατή της διαχείρισης του εμφυλίου πολέμου στην χώρα. Μόνο μετά την ενεργό ανάμιξη του ΝΑΤΟ και την επιβολή της ειρήνης με τη Συμφωνία του Ντέιτον το 1995 αποκαταστάθηκε η σταθερότητα στην περιοχή– με την ΕΕ να ακολουθεί, όχι να ηγείται.
Η αποτυχία της ΕΚ/ΕΕ στη Βοσνία δεν οφείλεται στην απουσία προθέσεων, αλλά στην έλλειψη πολιτικής βούλησης και θεσμικής συνοχής. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν ήταν ακόμη έτοιμο να λειτουργήσει ως ενιαία δύναμη ασφάλειας. Το παράδειγμα της Βοσνίας κατέδειξε ότι χωρίς στρατηγική ενότητα, κοινό μηχανισμό λήψης αποφάσεων και ικανότητα επιβολής, η ΕΕ παραμένει ένας οικονομικός γίγαντας αλλά πολιτικός νάνος. Η κρίση αποτέλεσε, τελικά, το εφαλτήριο για την ενίσχυση των ευρωπαϊκών μηχανισμών ασφάλειας στα επόμενα χρόνια, αλλά και μια υπενθύμιση ότι η ειρήνη απαιτεί αποφασιστικότητα- όχι μόνο διπλωματία.
Όθων Καίσαρης, Πολιτικός Επιστήμονας, Διεθνολόγος
CITY Status