Γαλλία - Γερμανία. Στον δρόμο προς την ομοσπονδιοποίηση...

Γαλλία - Γερμανία. Στον δρόμο προς την ομοσπονδιοποίηση...

Ο Όθων Καίσαρης Σύμβουλος Πολιτικής, Διαχειριστής Προγραμμάτων και αναγνώστης του City Status, σχολιάζει τις επικείμενες εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία, τον πολιτικό και κοινωνικό αναβρασμό που επικρατεί αλλά και ποια θεωρεί πως πρέπει να είναι η θέση της Ελλάδας ώστε να διατηρηθούν οι ισορροπίες στην Ε.Ε.

Στον δρόμο προς την ομοσπονδοποίηση…. απειλείται ο άξονας Γαλλίας- Γερμανίας;

Συμπληρώθηκαν, πριν λίγες ημέρες, τα 71 χρόνια από τη Διακήρυξη Σούμαν, μέσω της οποίας συστάθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα. Η διακήρυξη αναφέρει ρητά: «Η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί δια μιας, ούτε σε ένα συνολικό σχέδιο: θα οικοδομηθεί μέσα από συγκεκριμένα επιτεύγματα που κατ΄ αρχάς θα δημιουργήσουν μια πραγματική αλληλεγγύη. Η συνένωση των ευρωπαϊκών εθνών απαιτεί να εξαλειφθεί η μακραίωνη διαμάχη μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Η δράση που θα αναλάβουμε πρέπει να αφορά κατά πρώτο λόγο τη Γαλλία και τη Γερμανία». Όπερ και εγένετο: Ο άξονας  Γερμανίας-Γαλλίας παραμένει έκτοτε ισχυρός. Ακόμα και υπό ηγεσίες διαφορετικών πολιτικών αποχρώσεων, η στόχευση για την ενοποίηση της ΕΟΚ/ΕΕ παρέμενε αδιαπραγμάτευτος, κοινός στόχος.

Οι επικείμενες εθνικές εκλογές (Σεπτέμβριος 2021) στην Γερμανία και οι προεδρικές/ εθνικές (Μάιος- Ιούνιος 2021) στην Γαλλία ίσως αποτελέσουν το εφαλτήριο για την επαναοριοθέτηση του άξονα. Η Γαλλία κινείται δεξιόστροφα, με την υιοθέτηση περισσότερο συντηρητικών πολιτικών επιλογών, ενώ η Γερμανία φαίνεται να κάνει στροφή προς πιο κοινωνικές και προοδευτικές επιλογές. 

Η Γαλλία και το νέο Ευρωπαϊκό όραμα 

Στην Γαλλία, η Μαρίν Λε Πεν προηγείται του σημερινού Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν στον 1ο γύρο, ενώ η διαφορά στον 2ο γύρο έχει μειωθεί στο 4% (52%-48%) υπέρ του νυν Προέδρου. Διαφορά αμελητέα σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Η μη πετυχημένη διαχείριση της πανδημίας στην Γαλλία, ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων,  με τους άλλοτε κραταιούς Σοσιαλιστές και Ρεπουμπλικάνους να αποτελούν σκιά του εαυτού τους οι πρώτοι και να μαστίζονται από προβλήματα ηγεσίας, ταυτότητας και σκανδάλων οι δεύτεροι, έχει μετατοπίσει το εκλογικό δίλημμα μεταξύ «Κεντρώου» Μακρόν και «αποδαιμονοποιημένης» Λε Πεν. 

Ο Μακρόν, με ακραιφνείς δεξιούς στο υπουργικό του σχήμα, έχει υιοθετήσει μία σαφή δεξιά πολιτική ατζέντα προκειμένου να διεκδικήσει την επανεκλογή του με αξιώσεις: από τις σκληρές θέσεις στο μεταναστευτικό και κατά των ακραίων ισλαμιστών- ήδη κατηγορείται για υπονόμευση της ανεξιθρησκείας- στη μεταρρύθμιση της αστυνομίας ως μέρος ενός φιλόδοξου σχεδίου για την εσωτερική ασφάλεια, με ορίζοντα το 2022. Μεταρρυθμίσεις που ικανοποιούν τις συντηρητικές τάξεις και ελλοχεύουν κινδύνους για την ελευθερία των δημοσιογράφων και το δικαίωμα των πολιτών στην ενημέρωση. Και μέσα σε όλα αυτά, οι αντιδημοφιλείς και σκληρά φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό και τα εργασιακά παραμένουν στο ράφι, λόγω της έκρηξης της πανδημίας.  

Πολιτικές οι οποίες θυμίζουν τη ναυαρχίδα της πολιτικής ατζέντας του, αποδαιμονοποιημένου μεν αλλά συντηρητικού, Εθνικού Συναγερμού: μετανάστευση εγκληματικότητα, ισλαμοποίηση, επαναφορά της θανατικής ποινής, εθνική ασφάλεια. Η Λε Πεν καθορίζει πλέον, σε μεγάλο βαθμό, την πολιτική ατζέντα, ενώ αναδεικνύεται ως η εν δυνάμει καλύτερη διαχειρίστριά τους, σε αντίθεση με τον φιλελεύθερο, κεντρώο, φιλοευρωπαίο Μακρόν. Η οπαδός της «Ευρώπης των Κρατών» Λε Πεν, έναντι του φεντεραλισμού του Μακρόν, έχει αυξήσει την εκλογική της πελατεία, κερδίζοντας τους μετριοπαθείς δεξιούς ψηφοφόρους μέσω της διείσδυσης σε όμορους πολιτικούς χώρους. 

Σε αντίθεση με τον Μακρόν, ο οποίος φαίνεται να χάνει τις κρίσιμες κεντροαριστερές ψήφους (Μελανσόν, Οικολόγοι, κτλ.) λόγω της νεοφιλελεύθερης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής του, οι οποίες θα κινηθούν προς την αποχή και όχι τη δημιουργία ενός νέου «Λαϊκού Μετώπου» κατά της Λε Πεν. Σε μία χώρα, όπου οι Πράσινοι μετρούν ήδη εκλογικές νίκες, αλλά όχι τόσες ώστε να αναδειχθούν σε σημαντικό κοινοβουλευτικό παράγοντα συσπείρωσης. 

Σε μία χώρα που, λόγω του Ημιπροεδρικού συστήματος,  το αξίωμα του Προέδρου παραμένει ισχυρότερο του κοινοβουλίου σε επίπεδο διαμόρφωσης πολιτικών (policy making), η κατάληψη του προεδρικού θώκου είναι από μόνη της παραπάνω από συμβολική. Mπορεί η τυχόν εκλογή Λε Πεν στην προεδρία να μην σημαίνει ανάλογη κοινοβουλευτική δύναμη, λόγω του εκλογικού συστήματος και της μεγαλύτερης απήχησης της Λε Πεν πέρα από τα όρια του Εθνικού Συναγερμού, αλλά αποτελεί ισχυρό πόλο σε επίπεδο πολιτικής, και δει της εξωτερικής, η οποία αποτελεί αρμοδιότητα του Προέδρου. 

Γερμανία: Η «Πράσινη» πολιτική ανανέωση

Απέναντι από την συντηρητικοποίηση της Γαλλίας, στην γείτονα Γερμανία φυσάει ισχυρός αέρας πολιτικής ανανέωσης: Από ένα περιθωριακό κόμμα διαμαρτυρίας, οι Πράσινοι έχουν αναδειχθεί σε πρώτη (δημοσκοπική) δύναμη, έχοντας ξεπεράσει παλαιότερες έριδες ρεαλιστών- ιδεαλιστών κι έχοντας συντάξει ένα ρεαλιστικό και κοστολογημένο κυβερνητικό πρόγραμμα: αφοσιωμένοι φεντεραλιστές, οπαδοί της αλλαγής του μοντέλου ανάπτυξης, προς μία πράσινη και ψηφιοποιημένη οικονομία της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων και μίας πιο ανοιχτής κοινωνίας. Σε πολλά θέματα, όπως το μεταναστευτικό και η Τουρκία, οι Πράσινοι τάσσονται υπέρ μίας ευρωπαϊκής λύσης (υποδοχής προσφύγων από όλες τις χώρες) και καταδίκης (όχι στην πώληση όπλων) αντίστοιχα. 

Απέναντι στην έλλειψη ταυτότητας, ηγεσίας και πολιτικής κατεύθυνσης της Κεντροδεξιάς, η οποία πραγματικά διχάστηκε για την επιλογή υποψήφιου Καγκελάριου μεταξύ της σκληρής Δεξιάς και της πιο φιλελεύθερης, Κεντρώας τάσης και των άνευρων Σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι μαστίζονται από τις συνέπειες του Μεγάλου Συνασπισμού και την έλλειψη καινοτόμας πρότασης και με το πρόγραμμά τους να υιοθετείται από την κεντροδεξιά, οι Πράσινοι εμφανίζονται να διαθέτουν ένα στιβαρό και συγκροτημένο πρόγραμμα. Με εμπειρία διακυβέρνησης σε 11 από τα 16 κρατίδια, υλοποιούν οικονομικά εφικτές και πολιτικά οριζόντια αποδεκτές προτάσεις. 

Με τα σημερινά δημοσκοπικά δεδομένα, η συμμετοχή των Πράσινων στη νέα γερμανική κυβέρνηση είναι δεδομένη: είτε ως εταίροι των Χριστιανοδημοκρατών, εφόσον οι δεύτεροι καταλήξουν πρώτοι. Είτε με μία… Πράσινη καγκελαρία της ΠΦΑ στη Γερμανία (SPD- Πράσινοι- Αριστερά) ή σε σύμπραξη με το SPD και τους φιλελεύθερους. 

Σε μία χώρα που φαίνεται να κυριαρχεί ο κοσμοπολιτισμός και η επιθυμία για πολιτική αλλαγή, εκεί όπου η πλειονότητα των πολιτών με ανώτερη μόρφωση και βιοτικό επίπεδο ζητούν πολιτική ανανέωση- εννέα (9) καγκελάριων- και με εναλλαγή της εξουσίας μεταξύ 2,5 κομμάτων σε 70 χρόνια- η επιθυμία για αλλαγή είναι έκδηλη. Αλλαγή, η οποία σημαίνει επικαιροποίηση του οικονομικού μοντέλου και της οικονομικής ανάπτυξης, με περισσότερη δημοσιονομική χαλάρωση και περισσότερες δημόσιες επενδύσεις. 

Το στοίχημα της επόμενης ημέρας 

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο άξονας Γαλλίας- Γερμανίας θα επανεξετασθεί. H (πιο πιθανή) επικείμενη επανεκλογή του Μακρόν θα διατηρήσει έναν κάποιο ρυθμό στην περαιτέρω ομοσπονδιοποίηση της ΕΕ. Ωστόσο, με την ανάσα της ακροδεξιάς και του συντηρητικού κοινού unter portas και διατηρώντας τις φωνές περί των εθνικών αξιών παρούσες, δυσκολεύει η υιοθέτηση των τομών που χρειάζεται η Ευρώπη. Ο Μακρόν επιθυμεί να ηγηθεί της «νέας Ευρώπης», μία Πράσινη κυβέρνηση μπορεί να αποτελέσει σύμμαχο σε αυτό, αλλά μέχρι εκεί: H διαχείριση των επιμέρους θεμάτων, από το κράτος δικαίου μέχρι το μεταναστευτικό και την οικονομική πολιτική και το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, είναι τομείς απόκλισης. Πόσο θα υπερτερήσουν οι Ευρωπαϊκές αρχές έναντι της εθνικής στόχευσης; 

Σε εθνικό επίπεδο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη οφείλει να προετοιμαστεί βάσει των νέων εσωτερικών πολιτικών δεδομένων σε κάθε χώρα. Το μοντέλο «Ελλάς-Γαλλία: Συμμαχία» παραμένει επίκαιρο σε θέματα διεθνών σχέσεων και ειδικότερα στήριξης της Ελλάδας κατά της Τουρκίας, λόγω της σύγκλισης Μακρόν-Λε Πεν εναντίον του Ερντογάν. Σε θέματα ευρωπαϊκής ενοποίησης, η εν δυνάμει και εν μέρει «εθνική» στροφή του Μακρόν, λόγω του συντηρητικού εκλογικού του κοινού, σε αντίθεση με την ξεκάθαρη φεντεραλιστική στροφή της επερχόμενης γερμανικής κυβέρνησης, σε συνδυασμό με ζητήματα νομισματικής χαλάρωσης, θέτει ένα σαφές ερώτημα: ποιες είναι οι προτεραιότητες της ελληνικής κυβέρνησης τόσο για τις υπό διαμόρφωση ισορροπίες στην ΕΕ; Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη θα κληθεί να αποφασίσει είτε να κατευθυνθεί προς τον σύμμαχο στα διεθνή Μακρόν είτε να υποστηρίξει στο υποφαινόμενο φιλοευρωπαϊκό και οικονομικά προοδευτικό μοντέλο της Γερμανίας με ότι σημαίνει αυτό για την οικονομία μας (ελάφρυνση χρέους, κτλ).