Νέος πτωχευτικός νόμος και η 2η ευκαιρία

Νέος πτωχευτικός νόμος και η 2η ευκαιρία

Στον «αέρα» βρίσκεται η ειδική πλατφόρμα της Ειδικής Γραμματείας Ιδιωτικού Χρέους, μέσω της οποίας οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ρυθμίσουν τις οφειλές προς Δημόσιο, τράπεζες και λοιπούς πιστωτές. Οι διαδικασίες είναι συγκεκριμένες, όπως και το χρονοδιάγραμμα όσων θα πρέπει να γίνουν πριν ξεκινήσει η αξίωση κάθε απαίτησης.

Στον νέο αυτόν νόμο υπάρχει η εξής ιδιαιτερότητα, η ρύθμιση αφορά το σύνολο των οφειλών προς Δημόσιο, τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης δανείων και άρα ο οφειλέτης δεν θα μπορεί να επιλέξει χρέη που θα εντάξει στον μηχανισμό, αλλά το σύνολο τους.

Η ρύθμιση προβλέπει έως και 240 δόσεις για τις οφειλές προς το Δημόσιο και έως και 420 δόσεις εάν το χρέος αφορά τις τράπεζες.

Με τη ρύθμιση όλων των οφειλών, επιτυγχάνονται τα ακόλουθα:

  1. Αναστολή των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως διαταγές πληρωμής, κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, καθώς και δεσμεύσεις και πλειστηριασμοί στην κινητή και ακίνητη περιουσία του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης της 1ης κατοικίας, καθώς και της επαγγελματικής στέγης.
  2.  Αποπληρωμή των οφειλών προς το Δημόσιο (ΑΑΔΕ, ΟΤΑ κ.λπ.) και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ, ΚΕΑΟ κ.λπ.) σε χρονικό διάστημα έως 20 ετών. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα παρέχεται αποπληρωμή σε έως 240 δόσεις, δηλαδή σε διπλάσιο αριθμό δόσεων από ό,τι προβλεπόταν μέχρι σήμερα. Αριθμός που μπορεί να φθάσει έως τις 420 δόσεις, για οφειλές προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
  3. Διαγραφή μέρους της οφειλής, υπό τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που καθορίζονται από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο.

Η διαδικασία βήμα προς βήμα είναι η εξής:

Ηλεκτρονική αίτηση: Ο ιδιώτης θα πρέπει να μπει στην ηλεκτρονική πλατφόρμα και να υποβάλλει αίτηση ρύθμισης οφειλών (σε δημόσιο, ΕΦΚΑ, τράπεζες κλπ). Η αίτηση δίνει αυτόματα την άδεια στο σύστημα να αποκτήσει πρόσβαση στις πληροφορίες του ιδιώτη, γίνεται άρση του τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου, ενώ αυτόματα γίνεται ηλεκτρονική ανάκτηση δικαιολογητικών.

Εξέταση από πιστωτές: Μετά την υποβολή της αίτησης ενημερώνονται ηλεκτρονικά οι πιστωτές οι οποίοι θα πρέπει κατά πλειοψηφία να συναινέσουν, προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία.

Διάρκεια επεξεργασίας αιτήματος: Το στάδιο της επεξεργασίας του αιτήματος από τους πιστωτές δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από δύο μήνες. Εάν περάσει το χρονικό περιθώριο και δεν προκύψει αποτέλεσμα η αίτηση κρίνεται άκαρπη. Αντίστοιχα, άκαρπη θεωρείται η αίτηση εάν οι πιστωτές δεν συμφωνήσουν κατά πλειοψηφία.

Πρόταση ρύθμισης: Από την στιγμή που γίνει αποδεκτή η πρόταση, ο οφειλέτης έχει αναστολή κατασχέσεων και πλειστηριασμών. Στη συνέχεια ηλεκτρονικά γίνεται η πρόταση ρύθμισης συνολικών οφειλών. Στις περιπτώσεις που οι οφειλές δεν αφορούν και χρέη προς το Δημόσιο, οι τράπεζες και οι εταιρείες διαχείρισης μπορούν να κάνουν άλλη πρόταση χωρίς τη χρήση του ηλεκτρονικού συστήματος.

Επιδότηση δόσεων: Εφόσον προχωρήσει η διαδικασία και ο οφειλέτης αποδεχθεί την πρόταση, ενώ ο ίδιος ανήκει σε ευάλωτη ομάδα, τότε θα οριστεί η επιδότηση του ρυθμισμένου δανείου για την πρώτη κατοικία.

Πτώχευση οφειλέτη: Σε περίπτωση που αποτύχει ο διακανονισμός μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών, ξεκινά η πτωχευτική διαδικασία για φυσικά πρόσωπα. Η πτώχευση κηρύσσεται μετά από αίτηση ενός ή περισσοτέρων πιστωτών με έννομο συμφέρον, καθώς και μετά από αίτηση του εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ή μετά από αίτηση του οφειλέτη.

Ο μηχανισμός έγκαιρης προειδοποίησης θεσπίζει διαδικασίες ενημέρωσης και παροχής στήριξης στα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα, προκειμένου να μπορέσουν να καλύψουν ή να αναδιαρθρώσουν τις οφειλές τους και έτσι να αποφύγουν διαδικασίες αφερεγγυότητας, ρευστοποίησης ή πτώχευσης.

Ο νέος πτωχευτικός νόμος θα βάλει τάξη στο ιδιωτικό χρέος των περίπου 243 δισ. ευρώ και θα αποτελέσει τη βάση για την πρόληψη μελλοντικής ιδιωτικής υπερχρέωσης μέσω του Μηχανισμού Έγκαιρης Προειδοποίησης που προβλέπει.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους που έχουν κατατεθεί στη Βουλή, το ιδιωτικό χρέος διαμορφωνόταν στα τέλη του 2020 σε 242,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 108,1 δισ. ευρώ οι οφειλές στην εφορία, 37,5 δισ. ευρώ στα ασφαλιστικά ταμεία και 97 δις. ευρώ σε τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης.