«Καλά» και «κακά» παιδιά

«Καλά» και «κακά» παιδιά

«Είναι καλό παιδί», «Μην είσαι κακό παιδί», «Γιατί με στεναχωρείς;», «Τα καλά παιδιά δεν το κάνουν αυτό», «Θα πω στη δασκάλα ότι ήσουν κακό παιδί το σαββατοκύριακο». Αξίζει ν’ αναρωτηθούμε πώς μπορεί να νιώθει ένα παιδί ακούγοντας αυτές τις στερεοτυπικές κατηγοριοποιήσεις του «καλού» και του «κακού». 

Στην κακή περίπτωση ενοχοποιείται και προσπαθεί να συμμορφωθεί άκριτα με τον ρόλο του «καλού παιδιού», χάνοντας τον εαυτό του. Αντιλαμβάνεται ότι η αποδοχή του θα γίνει με όρους και προσπαθεί να καταλάβει αυτούς τους όρους ώστε να τους υπακούσει. Αυτό γίνεται στην προσπάθειά του να είναι αποδεκτός και να έχει τη δυνατότητα να ενταχθεί στην ομάδα, όχι γι’ αυτό που είναι αλλά γι’ αυτό που οι άλλοι θέλουν από αυτό. Μαθαίνει δηλαδή να έχει μια παθητική στάση απέναντι στη ζωή. Αντίθετα, στην καλή περίπτωση, θυμώνει και προσπαθεί να σπάσει το στερεότυπο, αντιδραστικά, χάνοντας και πάλι τον εαυτό του. Καταλαβαίνει ότι η αποδοχή του θα γίνει με όρους και αυτό τον θυμώνει. Δεν ξέρει πώς να διεκδικεί να είναι αποδεκτός χωρίς όρους γι’ αυτό συμμορφώνεται και πάλι, με τον αντίθετο αυτή τη φορά ρόλο, ώστε να δυσκολέψει αυτόν που πάει να του ορίσει τι να είναι ή να μην είναι. Μαθαίνει δηλαδή να έχει μια παθητικοεπιθετική στάση απέναντι στη ζωή. 

Σε καμία από τις πιο πάνω περιπτώσεις το παιδί δεν μαθαίνει να είναι ελεύθερο και να είναι ο εαυτός του. Αντιθέτως μαθαίνει ότι μόνο ο «άλλος» έχει άποψη, δύναμη, εξουσία και αξία. Μεγαλώνει υπακούοντας ή αντιδρώντας κι όχι ζώντας ελεύθερο και μαθαίνοντας τον εαυτό του, τις δυνάμεις και τα όριά του. Μαθαίνει να μειώνει την ένταση της φωνής του στο μυαλό του και να δυναμώνει την ένταση της φωνής των «άλλων». Καταλήγει να τον ενδιαφέρει το «τι θα πουν οι άλλοι» περισσότερο από το «πώς νιώθω εγώ». Τι έχει περισσότερη σημασία; Να είμαι εγώ καλά ή οι άλλοι μέσα από εμένα; Πώς καθορίζεται η αξία των ανθρώπων; Με την δική τους άποψη ή των άλλων; Τι ορίζει ο καθένας τελικά ως αξία; Αυτό που ο ίδιος θεωρεί σημαντικό ή οι άλλοι; 

Δεν υπάρχουν καλά και κακά παιδιά αλλά παιδιά με αποδεκτές και μη συμπεριφορές. Ένα παιδί που ακούει ότι είναι «καλό ή κακό παιδί» μαθαίνει ότι αυτό είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό του από το οποίο δε μπορεί να ξεφύγει. Άρα εγκλωβίζεται σε ένα ρόλο που του δόθηκε από κάποιον ενήλικα ώστε να εξυπηρετήσει δικές του ανασφάλειες κι επιθυμίες. Σε μια άσχημη μέρα ενός ενήλικα, ένα παιδί που διεκδικεί την προσοχή είναι πολύ πιθανό να καταγραφεί ως «κακό» μιας και η συμπεριφορά του θα δυσκολέψει τον ενήλικα ακόμα περισσότερο. Δεν θα καταγραφεί ως διεκδίκηση αλλά ως ανυπακοή, κάτι που θα τον στιγματίσει ως «κακό παιδί». Άρα το παιδί θα μάθει να διεκδικεί με πιο έντονο τρόπο, αν αυτός είναι ο τρόπος να πάρει την προσοχή από τον ενήλικα ή να μην διεκδικεί καθόλου. Σε μια καλή μέρα ενός ενήλικα, ένα παιδί που διεκδικεί την προσοχή είναι πολύ πιθανό να καταγραφεί ως «καλό παιδί» μιας και η συμπεριφορά του δε θα αποσταθεροποιήσει τόσο τον ενήλικα. Θα καταγραφεί ως «καπρίτσιο», στο οποίο δε θα δοθεί μεγάλη σημασία και θα το κάνει να πιστέψει είτε ότι μόνο τις καλές μέρες «μπορούμε να ζητάμε προσοχή» είτε ότι «δεν ζητάμε καθόλου γιατί δεν ξέρουμε σε τι μέρα είναι σήμερα». Και στις δύο αυτές περιπτώσεις το παιδί, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να επεξεργαστεί τις συνθήκες αυτές, μεγαλώνει και γίνεται ένας ενήλικας που νιώθει ενοχές για τα συναισθήματα, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του.

Αντίθετα, ένα παιδί που ακούει ότι η αξία του είναι δεδομένη και ξεχωριστή από τη συμπεριφορά του μεγαλώνει μέσα σε υγιείς συνθήκες όπου ενισχύεται η αυταξία, η αυτονομία του κι η θέση του στην οικογένεια. Το παιδί μαθαίνει ότι η συμπεριφορά του δεν μεταβάλει την αξία του και τις δυνάμεις του αλλά ότι είναι ελεύθερο να κάνει αυτό που κάνει το ίδιο χαρούμενο, την ίδια ώρα που αποδέχεται τις συνέπειες της κάθε του πράξης με υπευθυνότητα κι όχι με ενοχή. Αντί για «μην με στεναχωρείς, εσύ είσαι καλό παιδί», προτιμήστε το «δεν μου άρεσε αυτό που έκανες, είμαι σίγουρη ότι ξέρεις τι χρειάζεται να κάνεις όταν θυμώνεις αντί να με χτυπάς». Αντί για «είσαι κακό παιδί, πήγαινε στο δωμάτιό σου αμέσως να σκεφτείς γιατί δεν πρέπει να αντιμιλάς» προτιμήστε το «σήμερα είχα μια δύσκολη μέρα, ας μιλήσουμε σε λίγο γιατί τώρα το μόνο σίγουρο είναι ότι θα τσακωθούμε και δεν το θέλω». 

 

«Εσύ τι παιδί είσαι;»