Εργασιομανία ή μοναδική πηγή ζωής η δουλειά;

Εργασιομανία ή μοναδική πηγή ζωής η δουλειά;

Σήμερα οι άνθρωποι διαρκώς τρέχουν. Τρέχουν να φτάσουν στη δουλειά, να προλάβουν τις προθεσμίες, να προλάβουν το μετρό, να καταναλώσουν γρήγορα το φαγητό τους ώστε να επιστρέψουν στη δουλειά τους, να ασχοληθούν λίγο με τα παιδιά μέχρι να κοιμηθούν, να δουν κάποιο φίλο για ένα γρήγορο καφέ ή να ψωνίσουν γρήγορα από το σουπερμάρκετ μέχρι να τελειώσει το παιδί από τη δραστηριότητα του. Σαν η ξεγνοιασιά και η ανεμελιά να επιτρέπονται μόνο στην παιδική ηλικία. Σαν η δουλειά στην ενήλικη ζωή να είναι φυλακή. Σαν να κρατάνε περισσότερο χώρο η δουλειά κι οι υποχρεώσεις απ' οτιδήποτε άλλο. Σαν να μη χωράει κάτι άλλο, κι αν χωρέσει θα πρέπει να είναι "στα γρήγορα" και με ενοχή.

Οι γρήγοροι ρυθμοί της καθημερινότητας, οι πολλές απαιτήσεις της, οι πολλές ανάγκες που απαιτούν κάλυψη, συχνά μας παρασύρουν σε πολλές ώρες εργασίας. Είναι όμως έτσι ή είναι επιλογή μπροστά σε κάτι άλλο; Υπάρχει κάποια ασυνείδητη ανάγκη που καλύπτεται υπόγεια κάτω από τις "αναγκαστικά" πολλές ώρες εργασίας; Με τι όρους γίνεται; Μπορεί οι πολλές ώρες δουλειάς να κλέβουν από την υπόλοιπη ζωή μας; Θέλω ή έχει καταγραφεί ως υποχρεωτικό ασυνείδητα;

Αν δουλεύω πολλές ώρες καταγράφομαι ως "δουλευταράς" και "υπεύθυνος" κι αν όχι "τεμπέλης"; Με τέτοιους όρους, ποιος δε θέλει να δουλεύει πολλές ώρες;! 
Αν οι πολλές ώρες δουλειάς προϋποθέτουν κύρος, γιατί να μην συμβιβαστώ;!
Αν οι λίγες ώρες δουλειάς συνδυάζονται με υποτίμηση, γιατί να μην αφιερώσω τη ζωή μου δουλεύοντας;! 

Η απάντηση έχει να τεθεί σ' ένα πιο διευρυμένο πλαίσιο πέραν από τα καταπιεστικά διλήμματα.

Πολλοί συχνά λένε "δεν προλαβαίνω", "έχω πολλή δουλειά", "έφερα δουλειά και στο σπίτι, δε βγαίνει αλλιώς", "θα σχολάσω αργά σήμερα, δεν προλαβαίνω να βγούμε", "πνίγομαι στη δουλειά", "δε σήκωσα κεφάλι σήμερα", "μπορείς να κρατήσεις τα παιδιά, πρέπει να μείνω παραπάνω στη δουλειά σήμερα". Αξίζει να αναλογιστούμε τι επιλέγουμε να θυσιάζουμε μπροστά στις πολλές ώρες δουλειάς. 

Ένας άντρας που μεγάλωσε σε μια οικογένεια όπου η πατρική φιγούρα ήταν συνυφασμένη με τη δουλειά, τα λεφτά και το κύρος, επαναλαμβάνει το μοτίβο ως μαθημένη συμπεριφορά και ως αυτονόητο, γιατί δε θέλει να χάσει τα προνόμια αυτών.

Μια γυναίκα που μεγάλωσε σε αντίστοιχη οικογένεια, επιτρέπει στον άντρα της να "δουλεύει πολλές ώρες" χωρίς να γκρινιάζει, επαναλαμβάνοντας το μοτίβο που και η ίδια έλαβε από την πατρική της οικογένεια, γιατί δεν της είναι οικείο κάτι άλλο.

Από την άλλη μια γυναίκα που πάλευε από παιδί να βρει τη θέση της στην οικογένεια, βιώνει το τραύμα αυτής της πάλης στην ενήλικη ζωή καθώς προσπαθεί να βρει τη θέση της στην αγορά εργασίας. Δουλεύει πολλές ώρες, αφήνοντας πίσω τις επιθυμίες της, ώστε να αποδείξει στο μικρό παιδί μέσα της ότι αξίζει τη θέση που έχει και που πάλεψε γι' αυτήν, χωρίς να καταλαβαίνει ότι παλεύει ετεροχρονισμένα με παιδικούς όρους. Επιτρέπει στο τραύμα να τη ρουφήξει, όπου κάνοντας την να νιώθει αρκετή, χάνει πολλά από τα ωραία που έχει ταυτόχρονα να ζήσει.

Ένας άντρας που μεγαλώνει σε μια οικογένεια όπου ο άντρας είναι υποτιμημένος και περιθωριοποιημένος, παλεύει να αποδείξει το αντίθετο επενδύοντας πολλές ώρες της ημέρας του στη δουλειά, με τελικό σκοπό την επιβεβαίωση και την αποδοχή. Η επιτυχία μετριέται με αριθμούς και η ικανοποίηση βιώνεται πρόσκαιρα και παροδικά. Δε φτάνει καμιά προαγωγή να γεμίσει τον κουβά της αυτοεκτίμησης που άξιζε να γεμίσει στην παιδική του ηλικία.

Μια γυναίκα που δεν έλαβε εμπιστοσύνη και φροντίδα ως παιδί, καταγράφει, ενήλικα, τον εαυτό της μόνο ως προς τα πρέπει, δυσκολεύεται να ορίσει τον εαυτό της πέραν της δουλειάς. Γίνεται τόσο καλή σ' αυτό που κάνει, που καταλήγει να αντλεί αξία και ικανοποίηση μόνο από τις επιτυχίες της δουλειάς της. Κι αν υπάρξει ένα εμπόδιο, τότε η αξία της μειώνεται κατακόρυφα. Όλη της η ύπαρξη κινείται γύρω από την επιτυχία σε ένα τομέα που η ίδια κατέκτησε και μπορεί να ελέγξει, πείθοντας τον εαυτό της ότι θρέφει ταυτόχρονα και επουλώνει τις ψυχικές πληγές του μικρού παιδιού μέσα της.

Ένας άνθρωπος που γνωρίζει και επεξεργάζεται την ιστορία του, ακούει τις επιθυμίες του, τις κατανοεί και τους δίνει υπόσταση, καταφέρνει να γεύεται τις χαρές της ζωής και πέραν της δουλειάς του, με όποιο κόστος. Δεν τον ορίζει η δουλειά του γιατί αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι το μόνο που έχει. Καταφέρνει ν' απολαμβάνει τη ζωή σε κάθε της μορφή. Είναι ζωντανή ύπαρξη που χαίρεται και απολαμβάνει τη δουλειά του όσο χαίρεται και απολαμβάνει τις ώρες που δεν είναι εκεί. Νιώθει γεμάτος ακόμα κι αν χρειαστεί να συμμετέχει σ' ένα βαρετό meeting γιατί ξέρει ότι υπάρχει χαρά και πέραν αυτού. Δεν τον ορίζει η δυσκολία γιατί ονειρεύεται ήδη το καλύτερο. Δεν περιμένει το ρεπό, το Σαββατοκύριακο, τις διακοπές για να ζήσει γιατί ζει κάθε λεπτό με χαρά ό,τι κι αν κάνει. 
Γιατί καταλαβαίνει ότι είναι επιλογή του αν θα επιτρέψει στη δουλειά να είναι φυλακή ή ένα μέρος της καθημερινότητας του. 

«Εσύ δουλεύεις για να ζεις ή ζεις για να δουλεύεις;»