Μια βόλτα δύναμη ζωής

Μια βόλτα δύναμη ζωής

Ο ήλιος έπεσε και σαν να δρόσισε λιγάκι. Αποφάσισε λοιπόν να βγει έξω, να κάτσει στην αυλή της. Έχει πάντα το τηλέφωνό μαζί της, καθώς δυσκολεύεται να μετακινηθεί και φοβάται μην πέσει.
Την ακολουθεί η γατούλα της , η μόνιμη συντροφιά της τα τελευταία χρόνια. Νιαουρίζει και τρίβεται στα πόδια της σαν να της λέει εδώ είμαι εγώ!
Και ενώ το σώμα της βρίσκεται εκεί, το μυαλό της ταξιδεύει και αναπολεί. Αναπολεί τις στιγμές της νιότης της, τότε που μπορούσε να πάει όπου ήθελε, να περπατήσει, να βολτάρει με τις φίλες της.

Την παρατηρώ κάμποση ώρα από μακριά. Πίνω και εγώ τον καφέ μου και προσπαθώ να ξεκουραστώ. Είναι χαμένη στις σκέψεις της, πότε με το κεφάλι σκυμμένο και πότε ψηλά, να κοιτάζει τον ουρανό. Κάπου-κάπου ρίχνει ένα βλέμμα και σε μένα και έτσι μπορώ να διακρίνω το βέλος του πόνου, της μοναξιάς, της απελπισίας που καλύπτει το πρόσωπό της. Δεν χρειάζεται να πει τίποτα, ούτε μια λέξη. Το καταλαβαίνω, το νιώθω από απόσταση.

Δεν αφήνω να περάσει πολλή ώρα, δεν μπορώ! Μαζεύω τα κομμάτια μου και σηκώνομαι με όση δύναμη μου έχει απομείνει από την κούραση της δουλειάς. Την πλησιάζω και της λέω: «Σήκω κ. Ελπίδα μου, σήκω να σε πάω μια βόλτα, να περπατήσεις λιγάκι».
«Δεν μπορώ, δεν είμαι καλά παιδί μου» μου λέει και είναι έτοιμη να δακρύσει.
«Θέλω να κλάψω» συνεχίζει κι ενώ της δίνω το χέρι μου αρνείται να μου δώσει το δικό της.
«Καλά, δώσε μου το χέρι σου να πάμε μια βολτίτσα εδώ κοντά και κλαις αργότερα» επιμένω χαριτολογώντας.

Φτιάχνει λίγο τα μαλλιά της, ισιώνει το φόρεμά της και δίνει ώθηση να σηκωθεί από την καρέκλα. Στηρίζεται από την μια μεριά στην πατερίτσα της και από την άλλη μου κρατά σφιχτά το χέρι κα περπατάμε σιγά-σιγά, βήμα-βήμα. Παρατηρεί γύρω της το πράσινο, τους περαστικούς, το δρόμο, τα αυτοκίνητα. Θέλει να αποθηκεύσει στο μυαλό της όσες περισσότερες εικόνες μπορεί. Ανοίγει το βήμα της, περπατάει πιο γρήγορα κα εγώ προσπαθώ να το ελέγξω για να μην έχουμε τίποτα απρόοπτο. Το καταλαβαίνει.
«Μη φοβάσαι, είμαι μια χαρά» μου λέει κα με κοιτάζει γεμάτη ευγνωμοσύνη. Ξαφνικά το πρόσωπό της φωτίζει, δεν είναι ίδιο με πριν, χαμογελάει. Κοντοστέκεται να πάρει μια ανάσα και να μιλήσει στη γειτόνισσα που την χαιρετάει. Νιώθει την ανάγκη να της πει πόσο χαρούμενη είναι που πήγε βόλτα.

Μετά από λίγο φτάνουμε στην αυλή της. Τη βάζω να κάτσει στην πολυθρόνα της. Εντελώς διαφορετική, δεν πονάει, ήρεμη, ανάλαφρη, ευδιάθετη. 
Με κοιτάζει στα μάτια κα μου λέει: «Σ΄ευχαριστώ, σ΄ευχαριστώ πολύ!!! 

«’Ήταν το ωραιότερο δώρο που μπορούσες να μου κάνεις». Μου δίνει την ευχή της ξανά και ξανά και ξανά. Μετά σηκώνει το βλέμμα της προς τον ουρανό. Ευχαριστεί τη Θεό για τον άγγελο που της έστειλε. Έτσι λέει και νιώθει τυχερή.

Τώρα ήρθε η δική μου σειρά να δακρύσω. Προσπαθώ να μην το αντιληφθεί. Δεν θέλω! Διακριτικά γυρίζω το κεφάλι μου και σκουπίζω τα δάκρυα με το χέρι μου.
«Μα κυρία Ελπίδα μου, δεν έκανα τίποτα» της λέω και το εννοώ χτυπώντας τη στην πλάτη. «Μια βόλτα ήταν» ξαναλέω.
«Δύναμη Ζωής» μου απαντάει κα με σφίγγει στην αγκαλιά της.

Καλό βράδυ κ. Ελπίδα!!!
Καλό βράδυ άγγελέ μου!!!