Κάθε ρωγμή και προσβολή...

Κάθε ρωγμή και προσβολή...

(Το άρθρο βασίζεται σε αληθινή ιστορία)
 

Μια φίλη του γιου μου, πόσο όμορφη θεέ μου...σαν να την έπλασε ο σπουδαιότερος ζωγράφος του κόσμου. Για ευνόητους λόγους, ας την ονομάσουμε Μαργαρίτα.

Με ένα πλατύ χαμόγελο και μάτια πάντα θλιμμένα, την θυμάμαι κάθε πρωί στον πηγαιμό για το σχολείο. Άλλοτε φορούσε τα καλά της, ρούχα φανταχτερά κι άλλοτε στα μικρά της ποδαράκια crocs και κάλτσα, μα ήταν Δεκέμβρης...

Κάποιες φορές δεν είχε φαγητό μαζί της.

-Έφαγες το φαγάκι σου στο διάλειμμα αγόρι μου;

-Το μισό μαμά, το άλλο μισό το πρόσφερα στην Μαργαρίτα.

Κάτι συνέβαινε με το παιδί...

Σε ένα πάρτυ παιδικό, την συνόδευε ο πατέρας. Μύριζε ξινίλα από μπύρα, από κρασί, από όλα όσα μπορεί να καταναλώσει ένας άνθρωπος απ' το πρωί ως το επόμενο ξημέρωμα.

Έχασε τον έλεγχο, ρίχτηκε χυδαία σε μια φίλη, σε εμένα, σε μια ξένη.

Έβριζε, απειλούσε, φώναζε, τρομοκρατούσε.

Δεν ήταν άνθρωπος καλός που υπέφερε από τη νόσο του αλκοολισμού. Κακός ήταν!

Κι όσο εκείνος κατάπινε, τόσο εκείνες ξέρναγαν.
 

Στο πάρκο μια φορά γνώρισα τη μάνα. Μύριζε χλωρίνη. Είχαν ανοίξει τα χέρια της να καθαρίζει τους αρρώστους. Ταλαιπωρημένη γυναίκα, χτυπημένη από τη ζωή, χτυπημένη κι απ' τον άντρα.

Πρώτη φορά έβλεπα τόσες ρυτίδες σε νέα γυναίκα.

Κάθε ρωγμή και προσβολή.

Κάθε άσπρη τρίχα, γροθιά.

Από κάπου σίγουρα την γνώριζα...

Το παιδί; Όλοι το θέλαμε το παιδί. Χαιρόμασταν να έρχεται σπίτι να παίζει με τα δικά μας.

Τρέμαμε μην έρθει εκείνος να την πάρει να γυρίσουν.

Στο σπίτι έπινε, κάθε μέρα...όλη μέρα. Κάθε νύχτα...όλη νύχτα.

Και χτυπούσε

Και βλασφημούσε

Την ψυχή τους βίαζε, την ζωή τους βίαζε!

Ένα καλοκαίρι στη γειτονιά, έσκαγε ο τζίτζικας από τη ζέστη. Τα παιδιά χαιρόντουσαν έξω.

Κοίταξα τη μάνα στα μάτια. Αίμα έσταξαν τα καταπράσινά της.

<< Θα πάρω το παιδί και θα φύγω. Δεν βρήκα κουράγιο ποτέ να τον καταγγείλω. Αλλά στο λέω, θα το πάρω και θα φύγω! >>

Φυσικά και την ήξερα. Μια φορά πριν χρόνια την είδα στο σούπερ μάρκετ, στο διάδρομο με τα καρυκεύματα. Ένα Σάββατο, στην παιδική χαρά. Μιαν άλλη φορά, περιμέναμε στην ίδια στάση το λεωφορείο. Άλλη μια έξω από το φροντιστήριο και τρεις φορές στον καθρέφτη μου...

Ανοίξατε την πόρτα της Υποχρεωτικής Συνεπιμέλειας...

Είστε σίγουροι πως το τέρας δε θα περάσει;

Γιατί αν όχι, κλείστε τη! Σφραγίστε τη!

Δεν χωράνε όλοι οι άνθρωποι στο ίδιο κοστούμι...

Αν περάσει, τότε θα είστε συνυπεύθυνοι όσο κι εγώ...που ήξερα...και σιωπούσα...


Όσο περισσότερο κοιτάζεις το τέρας...

τόσο περισσότερο σου μοιάζει...


Δηλώνουμε υπέρ της Συνεπιμέλειας...μα όχι της Υποχρεωτικής...

Με εκτίμηση και απεριόριστο σεβασμό, σε όλους τους πατεράδες που δεν περίμεναν μια έδρα να τους ορίσει πόση από την πατρότητά τους θα δώσουν.