Μείναμε από καύσιμο...

Μείναμε από καύσιμο...

Πριν λίγες ημέρες, μιλούσα στο τηλέφωνο με κάποιον φίλο μου, στέλεχος σε μεγάλη εταιρεία ενέργειας και μου εξέφραζε τις ανησυχίες του για τα γεωπολιτικά παιχνίδια που οδηγούν σε μειωμένη επάρκεια ενεργειακών πόρων (του φυσικού αερίου κυρίως) στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης.

Με την Ρωσία να κλείνει τις στρόφιγγες, το πετρέλαιο να κινδυνεύει να φτάσει τα 100 δολάρια το βαρέλι και με την Ευρώπη να μην έχει καταφέρει να σταθεί ενωμένη και με μια κοινή γραμμή (όπως συνήθως στις μεγάλες κρίσεις), η ενεργειακή κρίση ήδη έχει κάνει εμφανή τα σημάδια της στους λογαριασμούς αυτού του μήνα για τα περισσότερα νοικοκυριά αλλά και την βομηχανία. Και αναμένεται αυτό να κορυφωθεί τους επόμενους μήνες, με την λύση του προβλήματος να μην διαφαίνεται πουθενά κοντά.

Η ελληνική κυβέρνηση ήδη ανακοινώνει μέτρα στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, σε μια προσπάθεια να περιορίσει τον αντίκτυπο, όμως η αλήθεια είναι πως αν δεν δοθεί πολιτική λύση σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτά τα μέτρα μόνο να μετριάσουν το χτύπημα μπορούν και όχι να το αποσωβήσουν.

Με λίγα λόγια μείναμε από καύσιμο…

Πώς όμως φτάσαμε εδώ; Γιατί η Ευρώπη βρίσκεται ενεργειακά εγκλωβισμένη εισάγοντας το 90% του φυσικού αερίου;

Ένα βασικό θέμα, εκτιμώ πως είναι η έλλειψη κοινής στρατηγικής από τους ευρωπαίους εταίρους. Η κάθε χώρα αποσπασματικά προσπαθεί να αντιμετωπίσει το θέμα στο εσωτερικό της, ενώ η λύση μόνο συλλογικά μπορεί να δοθεί. Με μια ενιαία στρατηγική και με γενναίες αποφάσεις που θα στηριχθούν από όλα - ανεξαιρέτως - τα κράτη μέλη της.
Δυστυχώς, η Ενωμένη Ευρώπη, στην πράξη έχει αποδείξει πως μπροστά στις μεγάλες κρίσεις μόνο ενωμένη δεν είναι.

Ένα άλλο, εξίσου σημαντικό θέμα, θεωρώ πως είναι ο αργός ρυθμός με τον οποίο το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών προχωρούν τις επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), με αποτέλεσμα να εξαρτώνται ακόμα σε μεγάλο βαθμό από τους ορυκτούς πόρους. Είναι ενδεικτικό το γεγονός οτι το ποσοστό που παράγεται στην Ευρώπη από ΑΠΕ, ανέρχεται (στοιχεία του 2019) στο 34,1% από 15,9% το 2004, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Μόλις 18% αύξηση δηλαδή σε 17 ολόκληρα χρόνια, κάτι που λέει πολλά για την βούληση της ΕΕ να προχωρήσει στην ευρύτερη υιοθέτηση των ΑΠΕ, αλλά και για το πόσο δρόμο έχει ακόμα να διανύσει.

 

Ειδικότερα για την χώρα μας, η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Συγκεκριμένα, η χρήση ενέργειας από ΑΠΕ για το 2019 ανήλθε σε ποσοστό κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (31,3% σύμφωνα με την Eurostat), όμως σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό του 2004 που ήταν στο 7,8% είναι προφανές πως η Ελλάδα τα έχει πάει σχετικά καλύτερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό βέβαια, αν παραβλέψουμε πως η χώρα μας είναι κατ'εξοχήν μια χώρα με ηλιοφάνεια τις περισσότερες ημέρες του έτους, πλούσιο ορεινό όγκο και μεγάλες θαλάσσιες εκτάσεις. Άπλετος ήλιος, αέρας και νερό δηλαδή, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μέσα παραγωγής ενέργειας, ενισχύοντας την οικονομία, δημιουργώντας την απαραίτητη σταθερότητα στο ενεργειακό κόστος και…γιατί όχι κι ένα εξαγώγιμο προϊόν!

Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, για διάφορους λόγους, στην Ελλάδα έχουν πολεμηθεί.
Η προσωπική μου εκτίμηση, είναι πως αυτός είναι και ο κύριος λόγος που δεν υπάρχει ένα πιο γενναίο πρόγραμμα μετάβασης της χώρας σε ΑΠΕ, με σταδιακή αλλά σταθερή μείωση της εξάρτησης από τους ορυκτούς πόρους.

Αποτελεί λοιπόν καθήκον της πολιτείας πρώτα να πάρει μια γενναία πολιτική απόφαση συντεταγμένα, να ενημερώσει την κοινωνία και να βρεί τους απαραίτητους συμμάχους για να οδηγήσει την χώρα στην ενεργειακή επάρκεια. Απαιτείται πολιτική βούληση και κυρίως πολιτική συναίνεση από όλες τις δυνάμεις που συνθέτουν την δημοκρατία μας.

Είναι μια μεγάλη ευκαιρία κι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί, τόσο για να χτίσουμε την περιβόητη βιώσιμη ανάπτυξη, με όρους σεβασμού προς το φυσικό περιβάλλον, αλλά και για να στηρίξουμε την εθνική οικονομία και τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που την συνθέτουν.

Είναι βέβαιο οτι γίνεται. Δεν είναι καθόλου βέβαιο οτι θα το κάνουμε. Μένει να το δούμε…