Επιτάφιος Θρήνος

Επιτάφιος Θρήνος

«Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ…» Τα εγκώμια του Επιτάφιου Θρήνου ακούγονταν σε όλη την γύρω περιοχή από τα μεγάφωνα της εκκλησίας.

Ο ναός ήταν άδειος, μα η πλατεία ήταν κατάφωτη από τα κεριά των πιστών που κρατώντας αποστάσεις και φορώντας μάσκες, περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει η Ακολουθία.

Πλησίασε με αργά βήματα το στολισμένο με λουλούδια Επιτάφιο και είδε την μορφή Του.

Ήταν γαλήνιος, κι ακόμα και το ζωγραφισμένο ξύλο που τον απεικόνιζε φαινόταν σαν να εκπέμπει ζωή.

Γονάτισε να προσκυνήσει κι εκείνη την στιγμή σκέφτηκε θυμωμένος πως ήταν εκεί μόνο επειδή το απαιτούσε το έθιμο. Η μάσκα τον έπνιγε, μα περισσότερο τον έπνιγε ο θυμός.

– Γιατί μας εγκατέλειψες; ψιθύρισε.
– Δεν σας εγκατέλειψα…άκουσε μια φωνή να του απαντάει. 

Τρόμαξε και πισωπάτησε. Κοίταξε γύρω του και η εικόνα που αντίκρυσε τον έκανε να ανατριχιάσει. Ο χρόνος είχε σταματήσει και οι άνθρωποι γύρω του ήταν παγωμένοι σαν αγάλματα. Το μόνο που συνέχιζε να κινείται ήταν οι φλόγες που τρεμόπαιζαν στις κορυφές των λαμπάδων που κρατούσαν. Όλα τα άλλα ήταν σταματημένα.

Κοίταξε τον Επιτάφιο. Εκείνος δεν ήταν πια εκεί, αλλά στεκόταν δίπλα στην πόρτα του ναού χαμογελώντας του. Η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται περίεργη, αλλά ακόμα πιο περίεργο ήταν ότι το χαμόγελο Του, έδιωχνε σιγά-σιγά τον αρχικό φόβο και τη θέση του φόβου έπαιρνε η ντροπή. Ο θυμός όμως ήταν ακόμα εκεί κι αυτό τον έκανε να ντρέπεται ακόμα περισσότερο μπροστά Του. 

Εκείνος όμως συνέχιζε να του χαμογελά στοργικά.

– Συγγνώμη… ψέλλισε. 
– Για ποιο πράγμα; τον ρώτησε Εκείνος με την γαλήνια φωνή Του.
– Που είμαι θυμωμένος μαζί σου.
– Γιατί είσαι θυμωμένος μαζί μου;
– Εσύ δεν υποτίθεται ότι τα ξέρεις όλα; τόλμησε να απαντήσει.
– Ναι, τα ξέρω του απάντησε Εκείνος, χωρίς να σταματήσει να του χαμογελάει γεμάτος στοργή.
– Τότε γιατί με ρωτάς, αφού ξέρεις την απάντηση; ξανατόλμησε να πεί.
– Για να βρείς κι εσύ την απάντηση, του απάντησε.
– Μα εγώ ξέρω γιατί είμαι θυμωμένος, δεν χρειάζομαι απαντήσεις! Άρχισε πάλι να φουντώνει μέσα του ο θυμός, ξεχνώντας με ποιόν μιλούσε.
– Ξέρεις στα αλήθεια; 
– Ναι, ξέρω! Γρύλλισε σχεδόν, με τα μάτια του να καίνε. Ξέρω ότι με εγκατέλειψες, με άφησες να περάσω τα πάνδεινα, ακόμα τα περνάω κι εσύ είσαι θεατής. Ξενύχτησα πολλά βράδια, προσπαθώντας να σε βρώ, να στηριχτώ στην αγάπη σου κι εσύ έλειπες. Άφησες να καταστραφεί η ζωή μου, ότι είχα χτίσει, όσα όνειρα έκανα, γκρεμίστηκαν κι εσύ απλά κοιτούσες, άκουγες τις προσευχές μου και δεν έκανες τίποτα! 

Τα μάτια του ήταν κόκκινα, το πρόσωπο του έκαιγε από τον πυρετό όσο μιλούσε, η καρδιά του κόντευε να πεταχτεί έξω από το στήθος του. Εκείνος, συνέχιζε να τον κοιτάζει, χωρίς να χαμογελάει τώρα αλλά με ένα βλέμμα γεμάτο από στοργή και θλίψη.

– Ώστε πιστεύεις ότι σε εγκατέλειψα…
– Τα γεγονότα το δείχνουν.
– Ποια γεγονότα ακριβώς;

Σκέφτηκε την τροπή που έχει πάρει η ζωή του τα τελευταία χρόνια. Τα διαλυμένα όνειρα ετών, τις δυσκολίες, την πάλη με τους δαίμονες του, την μοναξιά της πανδημίας, όλα όσα τον είχαν κάνει να νιώθει σαν τον πιο κουρασμένο άνθρωπο στη γή…

– Διαλύθηκε η ζωή μου και δεν έκανες τίποτα, Του είπε θυμωμένος αλλά και με φόβο που ξεστόμιζε μια τέτοια κουβέντα σε Εκείνον.
– Πιστεύεις στα αλήθεια ότι δεν έκανα τίποτα αυτό το διάστημα; Γιατί πιστεύεις ότι άντεξες, αντέχεις και γίνεσαι πιο δυνατός κάθε μέρα που περνάει; 
Κάθε επιλογή που κάνουμε στη ζωή, κάθε στροφή που παίρνουμε, μας βγάζει κάπου. Δεν στρίβω εγώ το τιμόνι σου, εσύ το κάνεις. 
Εγώ μόνο προσεύχομαι για σένα, στον Πατέρα μας, προσπαθώ να σε κρατήσω όρθιο κι ας μην το καταλαβαίνεις. 
Δεν σταμάτησες να μου μιλάς ποτέ και δεν σταμάτησα ποτέ να σε ακούω. 
Ακόμα κι όταν θύμωσες μαζί μου, εγώ σε αγάπησα περισσότερο γιατί το είχες ανάγκη. 
Κι είμαι εδώ απόψε και σου μιλώ, όχι για να απολογηθώ σε σένα, αλλά για να το ξέρεις ότι σε αγαπώ σαν αδελφό μου. 
Και συνεχίζω να είμαι εδώ για να σου πώ ότι εκτός από την πίστη στον Πατέρα μου, θέλω να έχεις πίστη και στον εαυτό σου. Γιατί απέδειξες ότι είσαι δυνατός.

– Γέμισα όμως πληγές, είπε βουρκωμένος.
– Οι πληγές είναι ενθύμια, σύμβολα για εκείνα που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε γιατί καθόρισαν το ποιοι ήμασταν και ποιοι γίναμε, αλλά και που πηγαίνουμε. Κι εγώ έχω πληγές…κοίτα τις παλάμες μου…

Πλέον δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του…ούτε ήθελε…
Στεκόταν εκεί κλαίγοντας και ψιθυρίζοντας «συγγνώμη».
Άνοιξε τα μάτια του να Τον ξαναδεί μέσα από τα δάκρυα κι Εκείνος ήταν ακόμα εκεί και του χαμογελούσε.

– Μη μου ζητάς συγγνώμη. Είσαι αίμα από το αίμα μου και σώμα από το σώμα μου. Είσαι ο αδελφός μου. Σε αγαπάω και θα σε αγαπάω ότι κι αν κάνεις. Το μόνο που σου ζητάω είναι να συγχωρέσεις και να αγαπήσεις κι εσύ τον εαυτό σου. 
Πεθαίνω κάθε μέρα για να μπορείς να αναστηθείς. 
Αναστήσου κι ανάστησε…

Δεν μπόρεσε να βρεί μια λέξη μέσα στους λυγμούς, μόνο Τον κοιτούσε κλαίγοντας, μέχρι που η ματιά του θόλωσε από τα δάκρυα.
Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε, όμως κάποια στιγμή, ένιωσε ένα σκούντηγμα και γύρισε ξαφνιασμένος.

– Είστε καλά κύριε; Τον ρώτησε μια νεαρή κοπέλα που περίμενε πίσω του, την σειρά της για να προσκυνήσει τον Επιτάφιο. 

Κοίταξε γύρω του. Όλα ήταν πάλι κανονικά. Οι άνθρωποι περίμεναν γύρω από τον ναό, να προσκυνήσουν, με τα κεριά τους στο χέρι, με τις μάσκες τους στο πρόσωπο, με βλέμμα θλιμμένο οι περισσότεροι.
Κοίταξε τον Επιτάφιο. Εκείνος ήταν εκεί, μια μορφή ζωγραφισμένη σε ένα ξύλινο κορμί και πάλι.

– Κι εγώ σε Αγαπάω, Του ψιθύρισε καθώς προσκυνούσε τον Επιτάφιο Του.

Πήρε ένα λουλούδι από τον πολύχρωμο στολισμό και γυρνώντας να φύγει, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την κοπέλα που λίγο πριν ενδιαφέρθηκε και τον ρώτησε αν είναι καλά.

– Κι Εκείνος σας αγαπάει, του είπε η κοπέλα χαμογελώντας του.

Χαμογέλασε κι εκείνος και της έδωσε το λουλούδι.

– Καλή Ανάσταση, της ευχήθηκε και πήρε τον δρόμο για το σπίτι…

Στο δρόμο, περπατώντας αργά, καθώς δεν τον περίμενε κανείς για να βιαστεί, έφερε ξανά στο μυαλό του τον Καζαντζάκη και μονολόγησε ένα απόσπασμα από το “Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται” που είχε αποστηθίσει:

Κι ο κάθε άνθρωπος, είπε ο Μανολιός συνεπαρμένος, μπορεί να σώσει ολάκερο τον κόσμο. Πολλές φορές το συλλογίζουμαι, γέροντά μου, και τρέμω∙ τόσο λοιπόν μεγάλη ευθύνη έχουμε; Τι πρέπει να κάνουμε πριν να πεθάνουμε; Ποιος είναι ο δρόμος, παπα-Φώτη;

Σώπασε. Η νύχτα πια είχε πέσει, οι γριές είχαν ανάψει φωτιές και μαγείρευαν, τα παιδιά κουκούβιζαν γύρω τους πεινασμένα και περίμεναν. Ο Μανολιός άπλωσε το χέρι, άγγιξε το γόνατο του παπα-Φώτη, που ‘χε βυθιστεί σε συλλογισμούς και δε μιλούσε.

– Πώς πρέπει ν’ αγαπούμε το Θεό, γέροντά μου; ρώτησε. 
– Αγαπώντας τους ανθρώπους, παιδί μου. 
– Και πώς πρέπει να αγαπούμε τους ανθρώπους; 
– Μοχθώντας να τους φέρουμε στο σωστό δρόμο. 
– Και ποιος είναι ο σωστός δρόμος; 
– Ο ανήφορος.